Με αφορμή δύο άρθρα του κ. Γ. Μ(παμπινιώτη) στο «Βήμα», αναφορικά με την αντιστρεψιμότητα κυριωνυμίων και την απλογράφηση κοινών ονομάτων, (στις 31.11.97 και 22.7.97, αντίστοιχα), ας επιτραπεί στο γράφοντα να διατυπώσει κάποιες σκέψεις, γιατί το πρόβλημα παραμένει ανοιχτό, επίκαιρο αλλά και δυσεπίλυτο, όπως θα δούμε πιο κάτω, ειδικότερα, στις περιπτώσεις της διαδικασίας αντιστρεψιμότητας ξένων λέξεων στα Ελληνικά, και αντίστροφα.


Πρώτα, όμως, δυο λόγια και για την απλογράφηση. Από αυτήν, επιλέγω δυο μόνο λέξεις: το κτίριο και το κοπυράιτ. Το πρώτο προέρχεται από τη φράση ευκτήριος οίκος, γι’ αυτό και η σωστή γραφή του είναι κτήριο. Αλλά το γλωσσικό μας αισθητήριο λογικά δεν μας οδηγεί, για μια τόσο συνηθισμένη λέξη, στο έτυμο. Το ένστικτό μας συνδέει περισσότερο το κτί- με ο,τιδήποτε έχει σχέση με δόμηση, π.χ. κτίζω, κτίσμα, κτίσιμο, κτίστης, παρά με το κτή- που συνειρμικά παραπέμπει περισσότερο στο κτήμα, λέξη που ορίζεται ως «ιδιόκτητη (αγροτική) έκταση». Ισως γι’ αυτό και η Ακαδημία, σε μια από τις συνεδριάσεις της (1929), «επέτρεψε» να γράφεται το κτήριο και κτίριο. Ας είμαστε εμπράγματοι. Διότι εδώ έχουμε ένα κατεξοχήν απρόβλεπτο έτυμο, που αφήνει τον ομιλητή μιας γλώσσας να οδηγηθεί από τη διαίσθηση. Δηλαδή, ουσιαστικά, απλογράφηση έχουμε στο κτίριο, μάλλον, παρά στο κτήριο, λόγω μορφοσημασιολογικών συσχετισμών.


Οσο για το κοπυράιτ, ισχύει σαφώς η αρχή τού «διαλέγετε και παίρνετε»: copyright, κοπυράιτ ή κοπιράιτ. Βρισκόμαστε, μήπως, ενώπιον τριλήμματος; Οχι, αλλά μάλλον προ ελευθερογράφησης. Στα ΜΜΕ, το πρώτο έχει ήδη επιβληθεί. Απλώς ρίξτε μια ματιά στην τηλοψία, στα βιβλία αλλά και στον τύπο. Αλλωστε, δεν είναι η μόνη λέξη που «πολιτογραφήθηκε Ελληνίδα». Προ καιρού είχαμε το non paper, ενώ προβλέπεται μακροημέρευση για το talk show, κ.ά. Από τα άλλα 2, ο κ. ΓΜ προτιμά το 2ο διότι το 1ο «θα απαιτούσε γνώσεις ξένων γλωσσών για να γράφουμε σωστά την Ελληνική». Μα, μήπως δεν έχουμε τέτοιες γνώσεις σε μεγαλύτερο ­ δυστυχώς ­ βαθμό από το «ευκτήριο έτυμο», για προφανείς λόγους;


Υπάρχει ωστόσο μια λύση προκειμένου να βγούμε από το χάος και την αταξία. Αφήνουμε κατά μέρος την ξενογλωσσομανία, όσο αυτό είναι δυνατό, γιατί δεν είναι πάντοτε ­ ιδίως αν αντιμετωπίζουμε τα fractals και άλλα χαοτικά ­ και μεταφράζουμε τη λέξη copyright ως «πνευματική ιδιοκτησία». (Το ίδιο θα πρέπει να ισχύσει και σε όσες λέξεις υπάρχουν μεταφραστικά ισοδύναμα).


Στην αναστρεψιμότητα, τώρα, φαίνεται να επιχειρείται, αφενός μια ατυχής απόπειρα «πιστής» γραφικής απόδοσης των ξένων λέξεων στα ελληνικά, σε σημείο που αυτές υπομένουν και την τρίτη κλίση: ο Γλάδστων, του Γλάδστων ος, (τύχη αγαθή έδοξε) τω Γλάδστωνι κλπ., ενώ διακρίνεται μια προχειρότητα στην αντιμετώπιση των ιδιαιτεροτήτων της μορφοφωνολογίας της ξένης γλώσσας, όταν αντιστρέφουμε ελληνική λέξη, όπου και καλαναρχούμε τελείως εμπειρικά.


Παράδειγμα της πρώτης περίπτωσης, το κυριωνύμιο W. Churchill που αποδίδεται απλογραφημένα τώρα ως Τσόρτσιλ, ενώ βάσει της αντιστρεψιμότητας θα πρέπει, λέει, να γραφεί Τσώρτσιλ, ίσως γιατί το ω μέγα συνάδει στο μεγαλείο του λόρδου και «πατρός της νίκης». Αλλά η λέξη, ούτως ή άλλως, δεν αντιστρέφεται με τίποτα, γιατί το πρώτο φωνήεν ­ όχι μόνο στη λέξη αυτή αλλά και σε πολλές με ur (ή και ir) τονιζόμενο ­ αποδίδεται με το φώνημα /3 :/ που κατά κανόνα στα ελληνικά μεταγράφεται σχεδόν πάντα ως ε ή α και όχι ω. Π.χ., Burns, Turner, Burton (Μπερνς, Τέρνερ ή Τάρνερ, Μπάρτον). Αρα, η ελληνική γραφή της λέξης δε μας οδηγεί ποτέ αναστρεφόμενη στην πραγματική μορφή, ήγουν στο Churchill.


Αυτό παραπέμπει στο πιο ακανθώδες πρόβλημα που θίγει ο κ. ΓΜ: «τη δυσκολία συνδυασμού ιστορικής ορθογραφίας και προφοράς». Γιατί, όπως να το κάνουμε, στην αναστρεψιμότητα δεν (μετα)γράφονται μόνον οι λέξεις αλλά και προφέρονται. Κι’ όμως, ο επιθυμητός αλλά και σωστός αυτός συνδυασμός σπάνια επιτεύχθηκε, όπως λ.χ. κατ’ εξαίρεση στο κυριωνύμιο Byron, όπου το «αντεστραμμένο» Βύρων, αντικαθίσταται από το Σολωμικό (και σωστό) Μπάϊρον.


Οσο για τις πινακίδες στους δρόμους και τις εθνικές οδούς, η κατάσταση είναι ακόμη χειρότερη. Ας πάρουμε, λ.χ., μια πινακίδα της λέξης Euboea (Εύβοια). Φανταστείτε έναν ξένο να ρωτάει απελπισμένα πού είναι η «γιουμποία!». Ευτυχώς που υπάρχει εναλλακτικά το νεοελληνικό Evvoia, που τον σώζει από το «γιου» και το «μποί», και έτσι οι πιθανότητες να βρεθεί η Εύβοια αυξάνονται.


Ας δούμε τώρα και τα διαβατήρια, όπου αναγράφεται, λ.χ., Oikonomidis Christos, Ypereidou 4, Thessaloniki. Εν τάξει! Ποιος ευθύνεται, όμως, αν ο ελεγκτής διαβατηρίων στο Heathrow μειδιάσει επιχαρίτως λέγοντας στον αφικνούμενο κ. Οικονομίδη: «γουέλκαμ του Λάντον μίστερ Οϊκονομάϊντιζ!».


Οι μεταγραφές έχουν λογικά αμφίδρομο στόχο: να βοηθήσουν εμάς να αναστρέψουμε αλλά και να προφέρουμε μια ξένη λέξη περίπου σωστά, αλλά και αντίστροφα, ένας ξένος να κάνει το ίδιο (πάντα περίπου σωστά) με μια ελληνική λέξη. Γι’ αυτό και πρέπει να διέπονται από την αρχή ενός αμοιβαίου (διαγλωσσικού) σεβασμού. Αν πρόκειται να τηρηθεί πιστά η αντιστρεψιμότητα, οφείλει να προχωρήσει σε όλο το βάθος, κάτι που συνέχει πολλές, αξεπέραστες δυσκολίες, μια από τις οποίες είναι, όπως είπαμε, να ληφθεί υπόψη η μορφοφωνολογία της γλώσσας στην οποία μεταγράφεται κάτι ελληνικό. Ο ρήτορας εμφανίζεται ως Hyperides στα Αγγλικά (Oxford Classical Dictionary) και ως Hypéride στα Γαλλικά (Petit Larousse). Οι ξένοι αντιστρέφουν με ακρίβεια αποδίδοντας και τη δασύτητα του Υ με το φώνημα /h/, π.χ. hypothesis, hyphen.


Μιλώντας για σεβασμό, υπάρχει κάτι άλλο. Γιατί, αλήθεια, Ypereidou και όχι Hyperides (Street); Εφόσον εμείς κατασκευάσαμε τριτόκλιτες εκτρωγένειες, του τύπου, Γλάδστωνος, Κάννιγγος (!), Κοδριγκτώνος, γιατί να μη ληφθεί υπόψη, εκτός της δασύτητας, και το γεγονός ότι πολλές γλώσσες (και, ιδίως αυτή που μας ενδιαφέρει πιο πολύ, ως Lingua Franca, η Αγγλική) στερούνται κλίσεων. Γι’ αυτό και στη διαδικασία της αναστρεψιμότητας, η λέξη θα πρέπει να μεταγραφεί όπως είναι στην ονομαστική π.χ. Mr and Mrs Papadopoulos, όχι: Mr Papadopoulos and Mrs Papadopoulou καθώς επίσης Demosthenes, Pericles, κλπ. και όχι Pericleous και Demosthenous κλπ., που ταλανίζουν έναν ξένο, του οποίου η γλώσσα δεν έχει κλίσεις ουσιαστικών, φέρνοντάς τον στην απόγνωση του «It’s all Greek to me!».


Τα κυριωνύμια μπορεί να κουβαλούν μια ιστορία, έναν πολιτισμό, αλλά η αναστρεψιμότητα καταντάει αυτοσκοπός με αμφίβολα οφέλη, όταν διαρκώς «γαντζώνεται» σε διαχρονικές μαρτυρίες για να ερμηνεύσει συγχρονικά δεδομένα. Στη γλώσσα, πάντα βασιλεύει η χρήση (Usage is the king). Το γεγονός ότι οι πιο πολλοί υιοθετούμε (με τις υποδείξεις άξιων λεξικογράφων) από Κλεμανσό μέχρι Τζ. Μπ. Σο, και από Μπλερ (που εμφανίστηκε μόνον αρχικά και ως Μπλαιρ) μέχρι Τσόμσκι, βεβαιώνουν του λόγου το αληθές. Στην εποχή της θεωρίας της πολυπλοκότητας, έχουμε την πολυτέλεια να προβληματιζόμαστε με συλλαβικές βραχύτητες και μακρότητες, ξένων, ιδίως, κυριωνυμίων; Ο χρόνος θα το δείξει. Και υπάρχει το παρήγορο γεγονός του να βλέπεις στον τύπο, Πίτσμπεργκ και όχι Πίτσμπουργκ, Κέιμπριτζ αντί Καίμπριτζ. Και ακόμα Σέιξπηρ αντί Σαίξπηρ. Οσο για τον «Αμλέτο», καλά αυτός (ευτυχώς) σκοτώθηκε νωρίς. Και θα έλπιζα να ‘χε την ίδια μοίρα και η «Ρέγανη», (Regan), αυτή η κακίστρω, κόρη του βασιλιά Ληρ.


Ο κ. Θάνος Κακουριώτης είναι καθηγητής της Γλωσσολογίας στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης.