Ο πρόεδρος της Ιταλίας Σέρτζιο Ματαρέλα, με την απόφασή του να μη διορίσει τον αντιευρωπαϊστή Πάολο Σαβόνα στη θέση του υπουργού Οικονομικών και τη συνεπακόλουθη επιστροφή της εντολής σχηματισμού κυβέρνησης από τον Τζουσέπε Κόντε, στον οποίο είχαν συμφωνήσει η Λέγκα του Βορρά και το Κίνημα των Πέντε Αστέρων, τον έφερε εν μέσω διασταυρούμενων πυρών. Εναντίον του στρέφονται από τη μια μεριά οι δεξιοί λαϊκιστές και φουριόζοι ευρωσκεπτικιστές που είδαν στην απόφαση του Ματαρέλα μια αυταρχική πρωτοβουλία της «κατεστημένης ευρωπαϊκής ελίτ» (Ν. Φάρατζ) ή και ένα «coup d’ Etat» (Μαρίν Λεπέν). Από την άλλη μεριά, αντίθετοι στον Ματαρέλα είναι τεχνοκράτες και μερίδα από τον διεθνή Τύπο (The Economist) που παρομοίασαν την απόφασή του με «Χαρακίρι, ιταλικού στυλ», όπως τιτλοφορείται άρθρο του καθηγητή Ευρωπαϊκής Πολιτικής στο Πανεπιστήμιο της Οξφόρδης Jan Zielonka (OpenDemocracy, 29.5.2018). Βέβαια, φιλελεύθεροι ευρωπαϊστές πολιτικοί, όπως ο Εμανουέλ Μακρόν, τον επαίνεσαν για το «εξαιρετικό πνεύμα υπευθυνότητάς» του. Οικονομικοί παράγοντες, όπως ο σύνδεσμος των γερμανών επιχειρηματιών, ένιωσαν ανακουφισμένοι από την απόφαση. Οσον αφορά την καγκελάριο Μέρκελ, αν και διφορούμενη στα λεγόμενά της, φρόντισε διπλωματικά να υπενθυμίσει τις δυσκολίες από την ενδυνάμωση των ανεξαρτήτως ιδεολογικής χροιάς λαϊκιστών, κάνοντας ειδική αναφορά στην εμπειρία της με τη νεοεκλεγείσα το 2015 ελληνική κυβέρνηση (The Guardian, 28.5.2018).

Κοντή η μνήμη

Συχνά, ωστόσο, η μνήμη είναι κοντή. Ο Ματαρέλα δεν έκανε κάτι τόσο πρωτόγνωρο. Πάνε σχεδόν είκοσι χρόνια από τότε, αλλά είναι πραγματικότητα το γεγονός ότι με το που ανήλθαν οι αυστριακοί δεξιοί λαϊκιστές του Κόμματος της Ελευθερίας (FPÖ) στην κυβέρνηση, μαζί με τους Χριστιανοδημοκράτες (ÖVP), δεκατέσσερις ευρωπαϊκές κυβερνήσεις επέβαλαν κυρώσεις στην Αυστρία για επιλογή της συμμετοχής του αντιμεταναστευτικού και ξενοφοβικού κόμματος του Γεργκ Χάιντερ στο κυβερνητικό σχήμα. Τότε, εκείνα τα μέτρα που εστίαζαν στην ελαχιστοποίηση των διμερών σχέσεων με την Αυστρία και ως στόχο είχαν να καταδείξουν την έλλειψη ανοχής εκ μέρους των ευρωπαίων εταίρων μπροστά στον κίνδυνο επιμόλυνσης της αυστριακής κυβέρνησης από τις ακραίες θέσεις του FPÖ, είχαν θεωρηθεί απαλά, ακόμη και προσχηματικά από ένα μέρος της ευρωπαϊκής κοινής γνώμης που έβλεπε με ανησυχία το εγχείρημα πολιτικής κανονικοποίησης των δεξιών λαϊκιστών. Το ενδεχόμενο, μάλιστα, εκείνα τα μέτρα να δημιουργούσαν κύμα συμπαράστασης υπέρ του FPÖ, με το κόμμα του Χάιντερ να εμφανίζεται ως «στοχοποιούμενο» από την ευρωπαϊκή ελίτ, δεν αποτέλεσε εμπόδιο στην επιβολή τους. Επιπλέον, δεν φάνηκε να επιβεβαιώνονται καν οι φόβοι αυτοί, αν κρίνουμε από το γεγονός ότι μέσα σε διάστημα περίπου δύο ετών, όταν ξαναέγιναν εκλογές στην Αυστρία (2002), η δύναμη του FPÖ σε ψήφους μειώθηκε κατά 60%. Μήπως, λοιπόν, η εγρήγορση των θεσμών απέναντι σε εκείνους που απειλούν τις δημοκρατικές αξίες δεν είναι «χαρακίρι», αλλά το ανάχωμα που έχουμε ανάγκη;

Η άμυνα της δημοκρατίας

Οι λαϊκιστές, δεξιάς και αριστερής κοπής, βρίσκονται σε άνοδο. Δεν πρόκειται μόνο για γκρουπούσκουλα και κομήτες. Δεν πάει καιρός που καρδιοχτυπήσαμε με το ενδεχόμενο η Λεπέν να γίνει πρόεδρος της Γαλλίας, ενώ ο πρωθυπουργός της Ουγγαρίας Β. Ορμπαν με το δημοψήφισμα-φιάσκο που διενήργησε έβαλε φρένο στην επιτρεπτική στάση της Μέρκελ απέναντι στους πρόσφυγες. Η παρουσία των λαϊκιστών στην πολιτική αρένα έχει διάρκεια και γίνεται με την κατάκτηση της ψήφου των εκλογέων, μεταξύ των οποίων ανευρίσκονται και πρώην ψηφοφόροι κατεστημένων κομμάτων, αλλά και απαθείς εκλογείς που είχαν σταματήσει να ανταποκρίνονται στα εκλογικά προσκλητήρια. Ωστόσο, οι εκλογικές επιλογές δεν είναι ακλόνητες – στις ημέρες μας είναι ιδιαίτερα ρευστές – και ανήκει στη λογική του εκλογικού ανταγωνισμού η προσπάθεια επανακατάκτησης των «χαμένων» ψηφοφόρων. Επιπλέον, στη λογική της δημοκρατίας ανήκει η υπεράσπισή της και θα ήταν αφέλεια οι ευρωπαϊκές δυνάμεις να υποταχθούν μοιρολατρικά σε μια τυπική αντίληψη αναμένοντας απλώς τη στιγμή που το εκλογικό σώμα, χωρίς την άμυνα της δημοκρατίας, θα διορθώσει τις επιλογές του.
Στην άμυνα της δημοκρατίας ανήκει η ανάπτυξη των πολιτικών της επιχειρημάτων: δηλαδή το να εξηγηθούν στους πολίτες οι επιλογές και οι αποφάσεις της. Οι κατεστημένες ελίτ είναι συχνά σνομπ και αποφεύγουν κάτι τέτοιο, ενώ οι λαϊκιστές δείχνουν λαϊκότροποι. Στοιχείο της δημοκρατικής άμυνας είναι, επίσης, η προσαρμογή των πολιτικών αποφάσεων σε μια κατεύθυνση ώστε να αντιμετωπίζονται οι ανάγκες των πολιτών: υπάρχει πραγματική σύγχυση μεταξύ των κρατούντων όσον αφορά τις αιτίες για τις οποίες ψηφίζονται οι λαϊκιστές και παραγνώριση στις αποφάσεις που λαμβάνονται πορισμάτων της έρευνας που ρίχνουν φως στο συγκεκριμένο σημείο. Σε πρόσφατη δική μας έρευνα (V. Georgiadou, L. Rori, C. Roumanias, Electoral Studies, 2018) διαπιστώσαμε, επί παραδείγματι, ότι οι εισοδηματικές απώλειες και η χειροτέρευση των οικονομικών συνθηκών, καθώς και η ξαφνική άνοδος του αριθμού των μεταναστών ευνοούν την αύξηση στα ποσοστά των δεξιών λαϊκιστών και εξτρεμιστών, ένα πόρισμα που μαζί με άλλα συναφή θα ήταν χρήσιμο στον σχεδιασμό δημόσιων πολιτικών στις επιμέρους περιοχές της Ευρώπης.
Ο Ματαρέλα προκάλεσε κλυδωνισμούς με την απόφασή του. Το γεγονός όμως ότι επέδειξε αντανακλαστικά σε οριακές επιλογές λαϊκιστικών δυνάμεων δημιούργησε πιέσεις στο εσωτερικό τους: το Κίνημα των Πέντε Αστέρων και η Λέγκα αποδέχθηκαν την τοποθέτηση του Σαβόνα σε ένα λιγότερο σημαντικό κυβερνητικό πόστο και η κυβέρνηση υπό τον Κόντε τελικώς θα σχηματιστεί. Το γεγονός καταδεικνύει ότι η προσπάθεια του ιταλού προέδρου, αντί για «χαρακίρι», ήταν ένα κάποιο ανάχωμα, που έβαλε λίγο φρένο στους λαϊκιστές, κάτι που χρειάζεται να γίνει στις δημοκρατίες σήμερα.

Η κυρία Βασιλική Γεωργιάδου είναι αναπληρώτρια καθηγήτρια Πολιτικής Επιστήμης στο Πάντειο Πανεπιστήμιο.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ