Μέρες που είναι, δεν γίνεται, κάτι θα περισσεύει από βαθύτερη συγκίνηση, πέρα από την εκδρομική μας υστερία και τη γευστική ηδονή του σεξουαλικώς ύποπτου οβελία. Μιλώ για σκοτεινούς συνειρμούς, που ξαναδένουν μεταξύ τους την ξεχασμένη γέννηση, κάποιο μαρτύριο, τον επιτάφιο θρήνο προσώπων που αγαπήσαμε και την ελπίδα της επίσκεψής τους. Μια ελπίδα που αλλιώς την πίστεψαν οι χριστιανοί και την ονόμασαν ανάσταση· αλλιώς οι έλληνες της ομηρικής εποχής, όπου η ρίζα της δεν είναι χαρμόσυνη, αλλά βαθιά μελαγχολική.


Παράδειγμα δύο διάσημες και συγγενικές σκηνές ­ από την Ιλιάδα η πρώτη, από την Οδύσσεια η δεύτερη· που εξεικονίζουν, με τρόπο συνταρακτικό, τη μελαγχολική αγωνία του ανθρώπου να γεφυρώσει κάπως τον πάνω με τον κάτω κόσμο. Θα τις διηγηθώ όπως όπως· τη μία σε παράφραση, την άλλη σε μετάφραση.


Ο σπαραγμός του Αχιλλέα για τον χαμένο φίλο Πάτροκλο δεν έχει τελειωμό, μολονότι πήρε πια, και μάλιστα με τον πιο άγριο τρόπο, την εκδίκησή του. Δεν θέλει μήτε να λουστεί μήτε να φάει· ο νους του είναι στην τιμητική πυρά, που θα λαμπαδιάσει το πολυαγαπημένο σώμα του εταίρου του. Αποσύρεται με τους Μυρμιδόνες στο απόμερο ακροθαλάσσι, όπου άγρυπνος στενάζει. Κάποτε όμως πέφτει στα μάτια του ο ανεπιθύμητος ύπνος, και με τη γλύκα του τον χαλαρώνει.


Τότε έρχεται και στέκει πάνω από το κεφάλι του η ψυχή του Πατρόκλου ­ είδωλο απαράλλαχτο του ζωντανού φίλου· στο ανάστημα, στα μάτια, στη φωνή, στα ρούχα. Ο ίσκιος μιλά: ψέγει τον Αχιλλέα για τον ύπνο του, για την αμέλεια της ταφής· προλέγει πως κι αυτόν τον περιμένει όπου να ‘ναι ο χάρος. Και παρακαλεί: τότε τα κόκαλά τους να σμίξουν στο ίδιο χρυσό σταμνί· να στηθεί το σταμνί στο αρχοντικό του Πηλέα· όπου, παιδιά ακόμη, οι δύο φίλοι ένωσαν την τύχη τους.


Ταράζεται μέσα στον ύπνο του ο Αχιλλέας κι απολογείται για τα άδικα παράπονα του εταίρου του· υπόσχεται όμως ότι οι επιθυμίες όλες του φίλου θα γίνουν. Προσώρας τον παρακαλεί να ρθει σιμά του· να αγκαλιαστούν για τελευταία φορά· να κλάψουν σφιχταγκαλιασμένοι. Απλώνει τα χέρια του, αλλά ο ίσκιος του Πατρόκλου φεύγει σαν καπνός· χώνεται βαθιά στο χώμα. Ξύπνιος ο Αχιλλέας τώρα αναστοχάζεται: κάτι λοιπόν απομένει από τον άνθρωπο στον Αδη· η σκιά και το είδωλό του ­ άδεια όμως από ζωή.


Και πάμε στον πάτο της Οδύσσειας, στη Νέκυια. Ο Οδυσσέας, καταπώς τον συμβούλευσε η Κίρκη, παραπλέει τον Ωκεανό και φτάνει στις πύλες του Αδη. Σκάβει εκεί με το σπαθί του λάκκο και χύνει μέσα τις σπονδές: μέλι με γάλα, γλυκό κρασί, νεράκι. Σφάζει μετά τα σφάγια, και τρέχει μέσα στον λάκκο το μαύρο αίμα τους. Μαζεύονται αναρίθμητες ψυχές από το έρεβος του κάτω κόσμου (νύφες, παλληκαράκια, γέροντες, ανύπαντρα κορίτσια, πολεμιστές γενναίοι), να πιουν από το μαύρο αίμα και να μιλήσουν.


Ερχεται πρώτη η ψυχή του Ελπήνορα. Μετά η ψυχή της μάνας του Οδυσσέα, της Αντίκλειας. Που πρέπει όμως αμίλητη να περιμένει, ωσότου ο Τειρεσίας να προφέρει την προφητεία του νόστου. Τότε πια πλησιάζει, γεύεται το αίμα και μιλά με τον γιο της, απαντώντας σε όλα τα αγωνιώδη του ερωτήματα. Η συνομιλία μάνας και γιου τελειώνει και τότε:


Τόσα μου είπε, όμως εγώ, μέσα μου ταραγμένος, θέλησα την ψυχή της ν’ αγκαλιάσω, της πεθαμένης μάνας μου· όρμησα τρεις φορές, ποθώντας να την σφίξω πάνω μου· και τρεις φορές, μέσα απ’ τα χέρια μου, σαν τη σκιά, σαν όνειρο, μου πέταξε. Κάθε φορά και πιο πολύ έσφαζε ο πόνος την καρδιά μου, ώσπου της μίλησα φωνάζοντας με λόγια που πετούσαν σαν πουλιά:


«Μάνα μου, πώς δεν στέκεις να σε πιάσω που σε λαχταρώ; έλα κι εδώ, στον Αδη, δένοντας χέρια να σφιχταγκαλιαστούμε οι δυο μας· παρηγοριά να βρούμε στον φριχτό μας θρήνο (…)».


Ετσι της μίλησα, κι η σεβαστή μου μάνα τότε μου αποκρίθηκε: «(…) Αυτή είναι η μοίρα των βροτών, όταν κάποιος πεθαίνει· δεν συγκρατούνε πια τα νεύρα του τις σάρκες και τα κόκαλά του· όλα τους τα δαμάζει το μένος της πυράς που λαμπαδιάζει· αφού η ζωή του φύγει κι αφήσει τα λευκά του οστά ­ μόνο η ψυχή του πάει, πέταξε και φτερουγίζει.»