Ο εγκληματίας και το έγκλημα εισέβαλαν με πρωτοφανή ταχύτητα και ένταση στη ζωή μας και αναδείχτηκαν τις τελευταίες εβδομάδες το επίκεντρο της επικαιρότητας.


Στην όλη όμως προσέγγιση του θέματος κυριάρχησε συχνά η εγγενής παθογένεια των νεοελληνικών αναλύσεων: αναγωγή του μέρους σε όλο, συνήθεις υπερβολές, πλαστά διλήμματα και άλλα.


Κατά βάση από τον Κάιν ως τον προχθεσινό κακοποιό που τραυμάτισε θανάσιμα τους δύο αστυνομικούς η ψυχογραφία του δράστη είναι αυτή που με τόση ενάργεια ανέταμε ο Ντοστογέφσκι στο «Εγκλημα και τιμωρία»: Εν ονόματι κάποιου φαντασιώδους ανώτατου σκοπού ο δράστης παραβιάζει τους ηθικούς και δικαιικούς κανόνες, θέλοντας να αποδείξει ότι δεν είναι «ψείρα» αλλά «Ναπολέων»! Βεβαίως ο Ρασκόλνικοφ τελικά ομολογεί υπό το βάρος των τύψεων και της επιμονής μιας «αγίας πόρνης» και καταδικάζεται σε κάτεργα στη Σιβηρία. Σήμερα ένα πλήθος εγκλημάτων παραμένουν ανεξιχνίαστα. Οι εγκληματίες συνεχίζουν χωρίς τύψεις και το έγκλημα χωρίς τιμωρία.


Ας προσπαθήσουμε να βάλουμε τα πράγματα στη θέση τους.


Ι Κατ’ αρχήν αυτό που διαχέει ένα βαθύ αίσθημα ανασφάλειας είναι το εκρηκτικά εξαπλούμενο έγκλημα. Πολλαπλασιάζεται και μεταλλάσσεται. Χθες ο δράστης κράδαινε μαχαίρι, σου έπαιρνε τα λεφτά και έφευγε. Σήμερα σε κλέβει και σε σκοτώνει ταυτόχρονα. Αν ο δράστης είναι ομοεθνής ή ξένος αυτό δεν αφορά τα θύματα. Αφορά την πολιτεία και την ευθύνη της να εγγυάται την εσωτερική τάξη και ασφάλεια.


Τα στατιστικά δεδομένα δείχνουν για το α’ εξάμηνο 1997 109.186 ημεδαπούς συλληφθέντες και 5.129 αλλοδαπούς. Αλλά αυτό πέραν της ποσοτικής αναλογίας που μόνον υποδηλώνει, είναι και πλασματικό σε σχέση με τους ξένους. Π.χ. την ίδια περίοδο μόλις το 10% των κλοπών εξιχνιάστηκαν, άρα για το υπόλοιπο 90% δεν υπάρχει εθνική ταυτότητα δραστών. Εμπειρικά η εκτίμηση είναι εύλογο να οδηγεί σε άτομα για τα οποία οι διωκτικές αρχές δεν διαθέτουν καμιάν εγκληματολογική εικόνα. Ταυτόχρονα συντρέχουν κίνητρα κατ’ εξοχήν για ανέργους, αχρήματους και γυμνητεύοντες αλλοδαπούς, συνήθως ανωνύμους και ψευδωνύμους. Σ’ αυτούς οι εγκληματογόνοι παράγοντες είναι ισχυρότεροι από τους συγκρατητικούς. Κατά τα λοιπά το έγκλημα είναι μεγαλύτερο από το «αναγκαίο», διότι οι αδικοπραγούντες όπως επισημαίνει ο Αριστοτέλης «αδικούσι τα μέγιστα διά τας υπερβολάς, αλλ’ ου διά τα αναγκαία», δηλαδή τα μεγαλύτερα εγκλήματα διαπράττονται όχι για την απόκτηση των αναγκαίων, αλλά των περιττών (Πολιτικά Β’ 4, 1267 Α, 13).


ΙΙ Αυτό που με κομμένη ανάσα παρακολουθεί στην έξαρσή του τις τελευταίες μέρες η Ελλάδα οφείλεται στο ότι δεν θελήσαμε να την κάνουμε σοβαρή χώρα.


Πρώτον: Δεν υπάρχει κράτος στον κόσμο που να είναι «μπάτε σκύλοι αλέστε». Οπου γης για να μπεις σε μια χώρα, μπαίνεις από τα τελωνεία της και εφόσον έχεις τα απαραίτητα νομιμοποιητικά έγγραφα.


Στην Ελλάδα εξακολουθούν να μπαίνουν οι πάντες από παντού. Και χωρίς καμιά νομιμοποίηση. Σήμερα ζουν εδώ γύρω στις 500.000 αλλοδαποί λαθρομετανάστες. Πάρα πολλοί μάλιστα αγνώστων ή πλαστών στοιχείων. Η Ελλάδα όμως δεν είναι χώρα υποδοχής και απορρόφησης μεταναστών. Το 1994 με την τότε ιδιότητά μας ζητήσαμε από τα συναρμόδια υπουργεία Εθνικής Οικονομίας, Εργασίας, Γεωργίας να απαντήσουν στο βασικό ερώτημα πότε, πού και πόσους ξένους εργάτες χρειάζεται η οικονομία μας. Οσο ξέρω, αυτό το ερώτημα δεν έχει απαντηθεί ως τα σήμερα. Αν πρόκειται όμως σοβαρά να αντιμετωπισθεί το θέμα, πρέπει να ξεκινήσουμε από αυτό. Είναι μέγα λάθος η χορήγηση πράσινης κάρτας στην Ελλάδα. Επρεπε να δοθεί στις πρεσβείες μας των τόπων προέλευσης των ενδιαφερομένων. Και σοβαρευόμενοι οφείλαμε εκεί π.χ. στα Τίρανα να εξετάζουμε προσεκτικά και πολλαπλά κάθε περίπτωση, εφαρμόζοντας το πρότυπο της Γερμανίας στις δεκαετίες 1950-60. Τώρα μας λένε ότι έδωσαν ήδη 200.000 κάρτες. Ας σταματήσουν επιτέλους εδώ και τις υπόλοιπες να τις δίδουν στις χώρες των ενδιαφερομένων. Αν αποφασιζόταν να ξεκαθαρίσει τίμια αυτό το τοπίο, από κει και πέρα η Ελλάδα θα απευθυνόταν στους γείτονες και θα απορροφούσε την ανεργία τους με πολιτικά και άλλα ανταλλάγματα όπως είθισται να συμβαίνει διεθνώς, και ως τον αριθμό που χρειαζόταν.


Δεύτερον: Μπορούμε αν θέλουμε ­ κάθε χώρα άλλωστε φρονώ ότι μπορεί ­ να φυλάξουμε τα σύνορά μας. Θα απέβαινε κωμικοτραγικό αυτό που χθες ήταν κωμικό, να απελαύνουμε τους λαθρομετανάστες και να επανακάμπτουν άνετοι την επομένη όπως συμβαίνει μέχρι τώρα. Το 94 μελετήσαμε στο Υπουργείο Δημοσίας Τάξεως το πρόβλημα με βάση το γερμανικό, αμερικανικό και ισραηλινό μοντέλο. Προγραμματίσαμε τη συγκρότηση μιας Ειδικής Αστυνομίας Συνόρων την οποία θα στελέχωναν μόνιμοι κάτοικοι της περιοχής (ίσως και σε κάποιο ποσοστό μονίμως εγκαθιστάμενοι ελληνοπρόσφυγες από την τέως ΕΣΣΔ) οι οποίοι ούτε μετάθεση θα ζητούν ούτε από αγροτικές απασχολήσεις τους θα παραιτηθούν. Δυστυχώς το νομοσχέδιό μας με τις υπογραφές των τότε υπουργών Δημ. Τάξεως και Αμύνης προσέκρουσε, ως μη ώφειλε, στην άρνηση έγκρισης της δαπάνης από το Υπουργείο Οικονομικών. Πιστεύω ωστόσο ότι δεν είμαστε χώρα χωρίς δυνατότητες, είμαστε χώρα χωρίς προτεραιότητες. Στο μεταξύ η ζημία στον τόπο υπήρξε πολλαπλάσια της δαπάνης αποτροπής της. Αν αυτό έγινε μάθημα, ας επισπευσθεί η συγκρότηση αυτού του ειδικού Σώματος τώρα.


Τρίτον: Η Αστυνομία. Η ορατή γενικότερη χαλάρωση της τελευταίας περιόδου ενισχύει την εικόνα αδυναμιών που πρέπει και μπορούν να εξουδετερωθούν πριν εμπεδωθεί ένα αίσθημα ανασφάλειας. Οι έλληνες αστυνομικοί έχουν δυνάμεις και δυνατότητες να ανταποκριθούν στις απαιτήσεις μιας αποτελεσματικής αντιεγκληματικής πολιτικής. Χρειάζονται βέβαια συνεχή έμπνευση, ανάκτηση αυτοπεποίθησης, εφοδιασμό με σύγχρονη τεχνογνωσία. Οι ηγεσίες όλων των κλιμακίων πρέπει να πείσουν τα στελέχη τους για τη σοβαρότητα και τη σημασία της αποστολής τους και πως αστυνομικός είναι κανείς 24 ώρες το 24ωρο και όχι μόνο στο ωράριό του. Πολιτεία και κοινωνία πρέπει να αποδείξουν ότι τιμούν αυτήν την προέχουσα θέση. Η πολιτεία μάλιστα πρέπει και να πληρώσει μισθολογικά μια τέτοια ολόψυχη αφοσίωση στο καθήκον. Στον αστυνομικό εξάλλου πρέπει να ειπωθεί ότι έχει και δικαιούται να ασκήσει όλες τις δικαιοδοσίες που έχουν οι συνάδελφοί του των χωρών της ΕΕ οι οποίοι υπό τους όρους των κανονισμών χρησιμοποιούν το όπλο τους και δεν το κουβαλούν απλώς. Και όταν συμβαίνει έχουν τη συναίνεση της ηγεσίας τους αλλά και της κοινωνίας και δεν είναι «μπάτσοι, γουρούνια, δολοφόνοι». Οι αστυνομικοί έχουν ανάγκη αναγνώρισης και καταξίωσης.


Ατυχής η από επίσημα χείλη προτροπή «αυτοπροστασίας». Τυχόν λαμβανόμενο τοις μετρητοίς αυτό το μήνυμα σημαίνει αφενός ομολογία ανικανότητας και αβουλίας της πολιτείας και αφετέρου διευκολύνει διολίσθηση στην αυτοδικία. Οπερ δηλοί εσχάτην πλάνην χείρονα της πρώτης.


Τέταρτον: Η παροιμιώδης επιείκεια του ποινικού μας συστήματος είναι απίστευτη. Συχνά φωράται σκανδαλωδώς επιεικής η Δικαιοσύνη. Εσχατο παράδειγμα η άφεση ελευθέρου τού εν αδεία (άλλο φιάσκο αυτό) αδικοπραγήσαντος δολοφόνου, ώστε να διαπράξει και τρίτο κακούργημα. Αλλά αυτή η επιείκεια μετά τον Ν. 2408 του καλοκαιριού του 1996 έγινε θεσμός. Στο όνομα της αποσυμφόρησης των φυλακών (τι βαρύγδουπο αλήθεια επιχείρημα!) ένα πλήθος κακουργημάτων μετέπεσαν σε απλά πλημμελήματα, ενώ πολλά πλημμελήματα σε πταίσματα! Οσο μπορώ να ξέρω οι οργανώσεις του νομικού κόσμου και οι δικαστικές ενώσεις ως τώρα μάλλον έχουν σιωπήσει αιδημόνως.


ΙΙΙ Ο λαός μας είναι ιστορικά και εκ παραδόσεως φιλόξενος. Η λογοτεχνία του και τα ήθη και έθιμά του θεωρούν τον ξένο ιερό πρόσωπο. Κατά συνέπειαν όλοι οι αυτόκλητοι αυτές τις μέρες κήρυκες του αντιρατσισμού είναι περιττοί. Ομως αν δεν υπάρξει άμεση ανάσχεση αυτού του κύματος εγκληματικότητας, νομοτελειακά θα προκύψουν συμπτώματα ξενοφοβίας. Οι τέτοιοι ρήτορες του αντιρατσισμού βέβαια θα δοκιμάζονταν στην πράξη, αν τύχαινε οι ίδιοι ή κάποιος πολύ δικός τους να ληστευθεί από Αλβανούς. Λέω Αλβανούς διότι ουκ ολίγοι από αυτούς δεν είναι οικονομικοί πρόσφυγες, αλλά κατάδικοι του κοινού ποινικού νόμου στη χώρα τους που με το άνοιγμα των φυλακών εισόρμησαν στην Ελλάδα και επιδίδονται στη «δουλειά» που γνωρίζουν καλά. Αν μάλιστα αυτό συνδυασθεί με τις πληροφορίες περί των οργανωμένων από τον Μπερίσα συμμοριών που εξαπολύονται με τουρκοκινούμενο στόχο να προκαλέσουν προβλήματα στις ελληνοαλβανικές σχέσεις προς όφελος της Τουρκίας, το πράγμα γίνεται πιο σύνθετο.


Εξάλλου πρέπει να γνωρίζουμε ότι αρχικά μεμονωμένοι και εκ περιστάσεως εγκληματούντες ξένοι σιγά σιγά οργανώθηκαν σε «εθνικές» μαφίες, αλβανική, ρουμανική, ρωσική, κλπ. που τώρα διασυνδέθηκαν και μεταξύ τους και με ελλαδικούς ομοτέχνους τους για «πολυεθνικές» δουλειές, όπως η διακίνηση ναρκωτικών που εδώ έχει ήδη φτάσει στον ετήσιο τζίρο άνω των 500 δισ.


Μας μάθανε και πλακώσανε όλοι: Ειπώθηκε προχθές «επισήμως» το πρωτάκουστον ότι όταν οι Ελληνες είναι 7 εκατομμύρια έξω, δεν μπορούν να ζητούν να φύγουν οι ξένοι από την Ελλάδα. Η σύγκριση είναι παράλογη. Οι Ελληνες πήγαν εκεί ως νόμιμοι μετανάστες όχι ως λαθρομετανάστες. Πήγαν σε χώρες που ζητούσαν μετανάστες και αποτελούνταν από μετανάστες, ΗΠΑ, Καναδάς, Αυστραλία, όπου συνέθεσαν από κοινού και τις νέες εθνότητες. Πήγαν στη Γερμανία που είχε ανάγκη και τους ήθελε. Η Ελλάδα δεν ζητάει μετανάστες και οι εδώ ευρισκόμενοι δεν είναι μετανάστες. Αρα θα πρέπει να μείνουν τόσοι ξένοι όσοι χρειάζονται. Οι υπόλοιποι αυτονόητα θα πάνε στις πατρίδες τους.


IV Εκεί που έφτασαν τα πράγματα χρειάζονται κατεπείγοντα μέτρα με συνέπεια και συνέχεια στην εφαρμογή τους. Οχι ημίμετρα. Και επιβάλλεται σοβαροποίηση και αυστηροποίηση του ποινικού και του σωφρονιστικού μας συστήματος, δηλαδή κυρώσεις. Κυρώσεις εν γένει κατά παντός υπευθύνου. Οπως έλεγε ο Δημοσθένης, οι παραβάσεις των νόμων είναι αδικήματα στρεφόμενα κατά του συνόλου. Ούτε «λειτουργίες» ούτε οίκτος ούτε προσωπική επιρροή ούτε κανένα τέχνασμα πρέπει να επινοείται εξαιτίας του οποίου να μην τιμωρούνται οι παραβάτες. «Δει τα των νόμων αδικήματα κοινά νομίζειν (…) και μήτε λητουργίας, μήτ’ έλεον, μήτ’ άνδρα μηδένα μήτε τέχνην μηδεμίαν ευρήσθαι, δι’ ότου παραβάς τις τους νόμους ου δώσει δίκην» (Κατά Μειδίου 224).


Ο κ. Στ. Παπαθεμελής είναι βουλευτής του ΠαΣοΚ και πρώην υπουργός.