Η περιλάλητη «παγκοσμιοποίηση» δεν επέχει, νομίζω, ακόμα θέση αξιόπιστης επιστημονικής κατηγορίας, παρά την πλούσια, επί του θέματος, βιβλιογραφία. Παρουσιάζεται, μάλλον, στην καθέκαστη και ενίοτε αβασάνιστη χρήση της ως ένας εκ των μεγάλων μύθων, διά των οποίων η μετακομμουνιστική εποχή επιχειρεί να αναπαραστήσει και, παραλλήλως, να εξιδανικεύσει την ιδιοπροσωπία της. Η αναφορά στη μυθοπλαστική διάσταση της σχετικής φιλολογίας ουδόλως υπονοεί, βεβαίως, ότι οι διαδικασίες της οικονομικής διεθνοποίησης δεν λαμβάνουν, τωόντι, χώρα ή ότι οι σχετικές περιγραφές αποτελούν απλά αποκυήματα φαντασίας ή νεοφιλελεύθερα πολεμικά ιδεολογήματα. Η μυθολογική δύναμη του όρου απορρέει κυρίως από τις κυρίαρχες πολιτικές σημασιοδοτήσεις του, που χρησιμοποιούνται απροκάλυπτα για τη νομιμοποίηση της θεωρίας του «πλανητικού μονοδρόμου» ­ μια από τις εκδοχές της είναι το προαναγγελθέν «τέλος της ιστορίας». Δηλαδή, της καθυποταγής της πολιτικής απόφασης στην υποτιθέμενη οικονομική αναγκαιότητα και την εξ αυτής εκπορευόμενη, δεσμευτικώς, ορθολογικότητα. Ολα αυτά σε συνδυασμό με την επίκληση των μονοσήμαντων επιταγών της «ανταγωνιστικότητας». Με άλλα λόγια, η υπέρμετρη εμμονή σε ορισμένες μόνον παραμέτρους της παγκοσμιοποίησης, η συρρίκνωση του σύνθετου αυτού φαινομένου στις αμιγώς οικονομικές του συνιστώσες και η παραπλανητική υπογράμμιση της καταλυτικής τους ισχύος, συγκροτούν τη λυδία λίθο της «μοναδικής και ενιαίας σκέψης». Ητοι, του νεοφιλελεύθερου μυθεύματος, που επικυριαρχεί πλέον με μονολιθική κανονιστικότητα ανάλογη της σταλινικής ορθοδοξίας και οιονεί απαγορεύει, δικτατορικώς, κάθε εναλλακτική προσπάθεια σύλληψης των ιδιαιτεροτήτων του σύγχρονου κόσμου.


Είναι χρήσιμο να επισημανθούν οι δύο πραγματολογικώς εδραίες όψεις των παγκόσμιων ολοκληρώσεων. Η πρώτη αφορά την απεριόριστη, στις ημέρες μας, δυνατότητα κατάτμησης της παραγωγικής μηχανής και η δεύτερη την πλήρη, σχεδόν, αυτονόμηση των διεθνώς ενοποιημένων τραπεζικών και χρηματιστηριακών συναλλαγών από την υλική βάση του επιχειρηματικού γίγνεσθαι. Τη δημιουργία μιας πλασματικής οικονομίας των χαρτιών, γιγαντιαίου όγκου, που δεν αντιστοιχεί κατά κανέναν τρόπο στον ιστό της πραγματικής εργασίας και των προϊόντων της. Πράγματι, οποιαδήποτε επιχείρηση μπορεί ευχερώς να διασπείρει τμήματά της σε όποιο σημείο της υδρογείου τη βολεύει, περιφρονώντας ακώλυτα τους εναπομείναντες περιορισμούς. Εγκαθιστά την έδρα της σε κάποιον από τους πολυάριθμους φορολογικούς παραδείσους, την ενδεχόμενη βιομηχανική υποδομή της όπου το κόστος των ημερομισθίων είναι αμελητέο έως εξευτελιστικό, την εμπορική της διεύθυνση σε τόπους απαλλαγμένους από γραφειοκρατικές αγκυλώσεις. Τούτο επιφέρει μια σημαντική υπεξαίρεση κυριαρχίας από τα έθνη – κράτη και, επιπροσθέτως, μια δραματική πτώση των φορολογικών τους εσόδων, που με τη σειρά της τα αποδυναμώνει περαιτέρω. Ταυτοχρόνως τα τρομακτικά ποσά της ημερήσιας διακίνησης κεφαλαίων στα απανταχού χρηματιστήρια διόλου δεν συνάπτονται στη διαπιστωμένη υγεία ή ασθένεια όσων επιχειρήσεων βλέπουν τις μετοχές τους να απογειώνονται ή να καταβαραθρώνονται, μαζικά και στιγμιαία, από τη μιαν άκρη της γης στην άλλη. Γεγονός που προκαλεί ακαριαίες επιπτώσεις στις εθνικές οικονομίες, υπονομεύοντας τους αναπτυξιακούς σχεδιασμούς τους. Η κερδοσκοπία απελευθερώνεται από όλα τα εμπόδια και οι υπερεθνικές μετατοπίσεις κεφαλαίων παρέχουν πρωτοφανή περιθώρια ελιγμών αλλά και εξουσιαστικών χειρισμών στους τολμηρούς παίκτες. Εχουμε ήδη μεταβεί στον «καπιταλισμό μπλακ τζακ». Τούτα είναι λίγο – πολύ γνωστά και προσδιορίζουν μια νέα φυσιογνωμία της πολιτικής. Θα ήταν, ωστόσο, άφρον να αποδεχθούμε αδιαμαρτύρητα την ιδέα πως αποκλείεται να επινοηθούν αποτελεσματικές μορφές ελέγχου της ασυδοσίας των πολυεθνικών εταιρειών και των παρασιτικών χρηματιστικών εγχειρημάτων ­ ενώ αυτή την αδυναμία υπογραμμίζει η φαταλιστική ερμηνεία της παγκοσμιοποίησης.


Οντως, οι προηγούμενες παρατηρήσεις πρέπει να συμπληρωθούν τουλάχιστον από τρεις ακόμα, για να καταδειχθούν οι διαβρωτικές αντιφάσεις της παγκοσμιοποίησης. Κατ’ αρχάς, δεν είναι τυχαία η συνήθης παραγνώριση, από τους εκπροσώπους των νεοπαγών δογμάτων, της αδιάσπαστης συνάφειας εθνικού κράτους και δημοκρατίας. Πέρα από τις πασίγνωστες κοινές ιστορικές καταβολές τους, μετά τη Γαλλική Επανάσταση, οι δημοκρατικοί θεσμοί και τα εθνικά κράτη λειτουργούν επί δύο αιώνες στη Δύση ως αδιαίρετη ολότητα. Η απογύμνωση του εθνικού κράτους από τις εξουσίες που το ανέδειξαν σε πρωταγωνιστική μονάδα των διεθνών σχέσεων και η θεσμικώς ανέλεγκτη μετακύλισή τους σε αδιαφανή και λαθρόβια κέντρα καταργεί, στην ουσία, την κοινοβουλευτική δημοκρατία. Την περιορίζει, εικονικώς, στην αυταπάτη της ελεύθερης επιλογής κατά τη διεξαγωγή των εκλογών και την αναστέλλει κατά την ουσιώδη ενάσκησή της. Η «παγκοσμιοποίηση» όπως την αντιλαμβάνονται οι αεριτζήδες της νεοφιλελεύθερης Αρκαδίας και η δημοκρατία καθ’ εαυτήν είναι έννοιες ασύμβατες. Η παθητική ανημπόρια του ευρωκοινοβουλίου, παρά τις φιλότιμες προσπάθειές του να υπεισέλθει στην ουσία κάποιων ζητημάτων, προσφέρει μαρτυρία αψευδή.


Δεύτερον, αξίζει να αναρωτηθούν οι εισέτι εναργείς γιατί η πλανητική σύμφυση των αγορών αντί να οδηγήσει στην υπέρβαση του εθνοκράτους απολήγει στον περίπου γεωμετρικό πολλαπλασιασμό των εθνοκρατικών οντοτήτων. Κάθε πολυπληθής ή αριθμητικώς ισχνότατη εθνότητα αρχίζει να διεκδικεί με πείσμα, σε όλα τα μήκη και τα πλάτη της υφηλίου, το δικό της κράτος ­ συχνότατα, μάλιστα, το αποκτά μέσω αποσυνθετικών ή αποσχιστικών διεργασιών. Στην Ολυμπιάδα της Αθήνας θα μετάσχουν κοντά εκατόν είκοσι κράτη περισσότερα από όσα προσήλθαν στην Ατλάντα. Η «κρατοπαραγωγή» δεν οφείλεται πρωτίστως στις εθνικιστικές εξάρσεις ή, πολλώ μάλλον, στις φυλετικές μισαλλοδοξίες. Μάλον προκύπτει από τη συνειδητοποίηση του γεγονότος ότι μια στιβαρή εθνοκρατική αυθυπαρξία συνιστά προϋπόθεση εκ των ων ουκ άνευ για την αποδοτική συμμετοχή στην αναδιανομή του παγκόσμιου πλούτου. Η μονομανιακή «ενιαία σκέψη», παντελώς άμοιρη πολιτικής διαύγειας, θεάται κατάπληκτη τα τεκταινόμενα και, υποκρινόμενη, τα αγνοεί ναρκισσιστικά, χάρη στην πρόσκαιρη παντοκρατορία της.


Τέλος, είναι πασιφανείς οι επιπτώσεις της παγκοσμιοποίησης στην επιδείνωση των κοινωνικών ανισοτήτων, σε εθνικό και διεθνές επίπεδο. Αν δεν χαλιναγωγηθούν πολιτικά οι ρυθμοί εκδίπλωσης των παγκοσμιοποιητικών διαδικασιών θα καταστεί συντόμως αδύνατη η χάραξη κοινωνικής στρατηγικής, θα αποσαθρωθεί ό,τι απέμεινε από το κράτος πρόνοιας εκεί όπου αυτό υπήρξε και θα διευρυνθούν οι ήδη ιλιγγιώδεις αποστάσεις μεταξύ πλούσιων και φτωχών χωρών.


Παρά την τηλεγραφική διατύπωση των ανωτέρω παρατηρήσεων δικαιούμαστε, φρονώ, να συμπεράνουμε πως όσο οι εκρηκτικές διαστάσεις της παγκοσμιοποίησης παραγνωρίζονται συστηματικά παραμένουν παγιδευμένοι στην ψευδαίσθηση ότι, επί των ημερών μας, η πολιτική εξέπεσε αμετακλήτως αδυνατώντας να επωμισθεί άλλο βάρος πλην της διαχείρισης του αναπότρεπτου. Αυτή η παραδοχή δεν είναι μόνο εγκληματικά ανεύθυνη αλλά και παραλυτική. Είναι, το χειρότερο, εμπειρικά εσφαλμένη.


Ο κ. Αιμίλιος Μεταξόπουλος είναι πρύτανης του Παντείου Πανεπιστημίου.