Η τιμή τού προσφάτως εκδοθέντος επταετούς ομολόγου έχει κινηθεί πτωτικά, με αποτέλεσμα η απόδοσή του από 3,5% που διαμορφώθηκε κατά την έκδοσή του να κυμαίνεται σήμερα σε επίπεδα πάνω από 4%. Η σημαντική αυτή μεταβολή καταγράφεται τη στιγμή που δεν έχει αλλάξει κάτι σημαντικά στα βασικά μεγέθη και τις προοπτικές της χώρας. Δημοσιονομικά, τα στοιχεία δείχνουν ότι η εκτέλεση του προϋπολογισμού στα έσοδα και στις δαπάνες βαίνει καλώς, ενώ οι εκτιμήσεις για την ανάπτυξη της οικονομίας, τον πληθωρισμό, τις επενδύσεις κ.λπ. παραμένουν αμετάβλητες. Οσον αφορά το διεθνές περιβάλλον, εκτός από τις εκτιμήσεις για άνοδο των αμερικανικών επιτοκίων, δεν υπάρχουν άλλοι παράγοντες που να προκαλούν ανησυχίες. Κάτι που επιβεβαιώνεται από τις τιμές των άλλων ευρωπαϊκών ομολόγων στην περιφέρεια της ευρωζώνης.
Τι προκαλεί λοιπόν την έντονη μεταβολή στις τιμές και τις αποδόσεις των ελληνικών τίτλων; Ο κυριότερος παράγοντας είναι το ρίσκο της χώρας (country risk). Η Ελλάδα εμφανίζει πολύ υψηλότερο κίνδυνο από άλλες περιφερειακές χώρες της ευρωζώνης, και αυτό ενσωματώνεται στις τιμές των ομολόγων της αλλά και των αξιών γενικότερα. Και το ρίσκο αυτό προέρχεται σχεδόν αποκλειστικά από το πολιτικό πεδίο.
Φυσικά δεν είναι κάτι καινούργιο. Σε όλη τη διάρκεια της κρίσης το ρίσκο της χώρας κινείται, με διακυμάνσεις, σε υψηλά επίπεδα. Η έλλειψη συναίνεσης ανάμεσα στα εκάστοτε μεγαλύτερα κόμματα και η έξαρση του λαϊκισμού (κατά καιρούς από όλα τα κόμματα του πολιτικού φάσματος) διατήρησαν και διατηρούν το ρίσκο της χώρας σε υψηλά επίπεδα.
Ομως για να μπορέσει η χώρα να σταθεί στα πόδια της χωρίς την πάσης φύσεως βοήθεια από τους ευρωπαίους εταίρους θα πρέπει να εξαλειφθεί το περίφημο country risk, ή τουλάχιστον να μειωθεί ουσιαστικά. Μόνο έτσι θα μπορούμε, όχι μόνο να δανειζόμαστε απρόσκοπτα από τις αγορές με λογικά επιτόκια, αλλά και να προσελκύσουμε επενδύσεις, είτε από εγχώρια είτε από ξένα κεφαλαία, για να πάρει μπροστά η οικονομία και να αποκτήσει η χώρα βιώσιμους ρυθμούς ανάπτυξης.
Το ερώτημα λοιπόν που τίθεται σε όποιον επιθυμεί να επενδύσει στην πραγματική οικονομία, που σημαίνει ότι θα πρέπει να δεσμεύσει τα κεφάλαιά του για αρκετά χρόνια και όχι ευκαιριακά, όπως όταν πρόκειται για τοποθετήσεις σε ομόλογα ή μετοχές, είναι αν θα αυξηθεί ή θα μειωθεί το ρίσκο της χώρας τα επόμενα χρόνια.
Δυστυχώς, με τα σημερινά δεδομένα δεν υπάρχουν ενδείξεις ότι το ρίσκο θα εξαλειφθεί. Και τούτο για πολλούς λόγους. Πρώτον, παραμένει άγνωστο το πλαίσιο μετά τη λήξη του τρέχοντος προγράμματος τον προσεχή Αύγουστο. Αν δηλαδή η χώρα θα είναι σε θέση να χρηματοδοτείται από τις αγορές ή θα χρειαστεί προληπτική πιστωτική γραμμή. Το καλό σενάριο είναι να απεμπλακεί από τα μνημόνια. Ομως τότε θα είναι ευάλωτη στις αγορές. Από την άλλη, οι εταίροι δεν εμφανίζονται διατεθειμένοι να δώσουν και άλλα κονδύλια για την Ελλάδα. Θέλουν να τελειώνουν και ταυτόχρονα να διασφαλίσουν ότι δεν θα χρειαστεί στο μέλλον να παρέμβουν ξανά.
Δεύτερον, τα επόμενα δύο χρόνια θα έχουμε τουλάχιστον δύο εκλογικές αναμετρήσεις: τις βουλευτικές εκλογές το αργότερο μέχρι το φθινόπωρο του 2019 και την εκλογή Προέδρου της Δημοκρατίας στις αρχές του 2020. Τρίτον, η απλή αναλογική που θα ισχύσει από τις μεθεπόμενες βουλευτικές εκλογές, οι οποίες μπορεί να είναι στο μεσοδιάστημα ανάμεσα στις βουλευτικές και τις προεδρικές εκλογές, αν το αποτέλεσμα των επόμενων εκλογών δεν επιτρέπει τον σχηματισμό κυβέρνησης.
Είναι προφανές ότι ανεξάρτητα από το ποιο κόμμα είναι στην κυβέρνηση, όλα αυτά δεν βοηθούν στην υποχώρηση του country risk και την επιστροφή της χώρας στην κανονικότητα. Ιδιαίτερα μάλιστα αν στο διάστημα αυτό επικρατήσουν η πολιτική όξυνση και η πόλωση, όπως φαίνεται να διαμορφώνονται σήμερα. Για ακόμα μία φορά κινδυνεύει να επαληθευθεί ότι το πρόβλημα της χώρας είναι πρωτίστως πολιτικό.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ