Δεν χωρεί αμφιβολία ότι η εκκρεμότητα με την πρώην Γιουγκοσλαβική Δημοκρατία της Μακεδονίας έπρεπε να είχε λυθεί προ πολλού. Αυτό επέβαλε από το 1992 και αυτό επιβάλλει ακόμη το ελληνικό εθνικό συμφέρον.
Η Ελλάδα έχει πολλούς λόγους να διατηρηθεί ενιαίο το συγκεκριμένο κρατίδιο και να µην αποτελέσει βάση συγκρούσεων, ανταγωνισµών και αναζωπύρωσης των βαλκανικών εθνικιστικών παθών.
Επιπλέον, η χώρα µας έχει επίσης πολλούς λόγους να θέλει τα Δυτικά Βαλκάνια ειρηνικά, ευηµερούντα και συνδεδεµένα µε την Ευρώπη.
Θα µπορούσαν στην περίπτωση αυτή να διευρύνουν τον ελληνικό οικονοµικό χώρο, να λειτουργήσουν ως άλλη ενδοχώρα για τα ελληνικά συµφέροντα και µαζί να προσφέρουν ασφαλή και ελεύθερη δίοδο από και προς την Ελλάδα για τα προϊόντα, τις υπηρεσίες και τους ταξιδιώτες.
Επιπροσθέτως, όλοι µπορούν να διακρίνουν ότι οι βόρειοι γείτονές µας δεν είναι σε θέση να απειλήσουν µε όποιον τρόπο είτε την εθνική µας ακεραιότητα είτε την εθνική µας οµοιογένεια.
Τα θέµατα αυτά έχουν κριθεί οριστικά και αµετάκλητα, όπως έχουν αποφανθεί επιφανείς ιστορικοί, από το 1923 µε τις ανταλλαγές πληθυσµών και την εγκατάσταση στη Βόρεια Ελλάδα 700.000 ελλήνων προσφύγων από τον Πόντο και τη Μικρά Ασία.
Παρά ταύτα, το επίµαχο ζήτηµα, ιδιαιτέρως της ονοµασίας και των αλυτρωτικών διαθέσεων που αυτή υποδηλώνει, συνεχίζει να λειτουργεί διχαστικά και αποπροσανατολιστικά στην Ελλάδα επειδή χρησιµοποιείται στο εσωτερικό παιχνίδι εξουσίας.
Το 1993 ο Κώστας Μητσοτάκης έχασε την εξουσία εξαιτίας της αντιπαράθεσης που αναπτύχθηκε τότε για το όνοµα.
Τώρα η κυβέρνηση του Αλέξη Τσίπρα θέλησε να χρησιµοποιήσει το όλο θέµα προκειµένου να υπερβεί την υποβόσκουσα κυβερνητική κρίση και να καλύψει τη φθορά της εξουσίας. Επιχείρησε να διασπάσει την επερχόµενη Νέα Δηµοκρατία, να την ακινητοποιήσει πολιτικά και µαζί να οικοδοµήσει νέο εταιρικό κυβερνητικό σχήµα, καθώς ο παρών εταίρος Πάνος Καµµένος και το κόµµα του εξαντλήθηκαν, «κάνουν νερά» και τέλος πάντων δείχνουν να µην εξυπηρετούν την πολιτική συµµαχιών της αριστερής διακυβέρνησης.
«Επαιξε», είναι αλήθεια, ο Πρωθυπουργός µε το «Μακεδονικό», έκρινε ότι µέσω αυτού µπορεί να ανυψώσει νέες διαχωριστικές γραµµές, να αναδείξει τις διαφορές µε την κεντροδεξιά παράταξη, να επιτύχει αυτό που δεν µπόρεσε µε την οικονοµία, όπου, κατά την έκφρασή του, χρειάστηκε «να λερώσει τα χέρια του» υιοθετώντας ίδιες πολιτικές µε εκείνες των ιδεολογικών και πολιτικών αντιπάλων του.
Αλλά και ο Κυριάκος Μητσοτάκης παρασύρθηκε από την πίεση του κ. Τσίπρα, κλονίστηκε από τις εκλεκτικές συγγένειες της παράταξής του µε το ετερόκλητο πλήθος της Θεσσαλονίκης. Χρειάστηκε και αυτός να αλλάξει, να υιοθετήσει λογικές ξένες προς τις πεποιθήσεις και τις αντιλήψεις του, να ανεχθεί εν τέλει εθνικιστικές φωνές και ακροδεξιά ρητορική, που όλοι γνωρίζουν ότι απεχθάνεται. Το ότι αναγκάστηκε να συµβιβαστεί για την ενότητα του κόµµατός του δεν αλλάζει τα δεδοµένα του προβλήµατος.
Η Ελλάδα, όπως εξελίσσονται τα πράγµατα, πιθανότατα να χάσει ακόµη µια ευκαιρία να κλείσει το µέτωπο και διά αυτού να διαδραµατίσει ηγετικό ρόλο στην περιοχή και να ενισχυθεί πολλαπλώς. Η χώρα µας θα είχε να κερδίσει πολλά αν έπαιζε αποφασιστικά τον ρόλο της στην περιοχή. Ιδιαιτέρως τώρα που λογικά ετοιµάζεται να επανενταχθεί στο διεθνές οικονοµικό σύστηµα. Συνδυαζόµενα τα γεγονότα θα µπορούσαν να αποδώσουν πολλαπλάσια.
Η εσωτερικοποίηση και εργαλειοποίηση της εξωτερικής πολιτικής δυστυχώς δεν είναι η καλύτερη µέθοδος προαγωγής των εθνικών συµφερόντων.
Αντιθέτως, δηλώνει αδυναµία και καθυστέρηση. Και φανερώνει πόσο αδύναµες είναι οι ηγεσίες µας.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ