Αρχισε να µας περιγράφει µια ανάµνησή της, μια εικόνα που έμοιαζε με ζωγραφιά από παλιό αναγνωστικό: Ο παππούς και η γιαγιά στην κορυφή της σκάλας αποχαιρετούν τα παιδιά (εκείνη και τον αδελφό της) που φεύγουν από το σπίτι μετά το τραπέζι για τα ογδοηκοστά γενέθλια της γιαγιάς. «Να είμαστε καλά και του χρόνου» λέει ο παππούς. Στα παιδιά αυτό δεν έλεγε τίποτα, γιατί ήταν παιδιά. Επρεπε να μεγαλώσουν αρκετά για να κατανοήσουν την ευχή «να είμαστε καλά» με όλη της τη βαρύτητα, με αυτή την αίσθηση του χρόνου που τελειώνει.
Στο μεταξύ, όλα άλλαξαν: Κάποια χρονιά στην κορυφή της σκάλας στεκόταν μόνο η γιαγιά. Τώρα στην ίδια ακριβώς θέση στέκεται η Αννα. Στο σπίτι της γιαγιάς της μένει σήμερα, σε αυτή τη σκάλα που ανεβοκατέβαινε παίζοντας στα παιδικά της χρόνια μάς υποδέχτηκε, καλεσμένους στο πάρτι των πεντηκοστών γενεθλίων της.
«Η παράσταση συνεχίζεται!» σχολίασα –τι το ήθελα; «Eνα είναι σίγουρο, η παράσταση θα συνεχιστεί και χωρίς εμένα», είπε, «και χωρίς εσένα!». Με κοίταξε με θολό μάτι ενώ έφτυνα τον κόρφο μου. Είχε πιει λίγο, δηλαδή αρκετά. Ανήκει στην κατηγορία των ανθρώπων που όποτε πίνουν μελαγχολούν και κλαίνε. Εγώ το αντίθετο. Oμως, παρότι και εγώ ήπια λίγο, δηλαδή αρκετά, και θα έπρεπε να είμαι μέσα στην καλή χαρά, επηρεασμένος από αυτά που έλεγε, έβλεπα όλη τη ματαιότητα του κόσμου να έρχεται καταπάνω μας σαν νταλίκα σε μετωπική.
«Αντε, και του χρόνου!» σήκωσε το ποτήρι της, συμπληρώνοντας «και να δούμε έως πότε θα ευχόμαστε «του χρόνου»». «Του χρόνου… αλλού, κάπου πιο ευχάριστα και αισιόδοξα» μου ψιθύρισε ο Στέλιος και μας έπιασαν τα γέλια. Εμείς γελούσαμε, εκείνη μοιρολογούσε. «Σταμάτα την γκρίνια», δεν κρατήθηκα: «Σκέψου πόσο τυχερή είσαι που μπορείς και γιορτάζεις τα πεντηκοστά γενέθλιά σου, γερή, με τους φίλους σου», «οι οποίοι φίλοι σου καταβάλλουν τεράστια προσπάθεια για να σε αντέξουν» ψιθύρισε πάλι ο Στέλιος, για να μας ξαναπάρουν τα γέλια. «Δεν μπορώ να το διαχειριστώ, με ξεπερνάει» μας εξολογήθηκε εκείνη: «Η ημέρα των γενεθλίων μου από παλιά ήταν για εμένα μια μέρα αφόρητη!». Για αυτό μας καλούσε κάθε χρόνο τέτοια μέρα στο σπίτι με τη μεγάλη σκάλα, για να μην είναι μόνη. Γιατί το αφόρητο όταν το μοιράζεσαι μοιάζει πιο ανεκτό.
Ξέρω και άλλους που δεν νιώθουν καλά στα γενέθλιά τους. Απλώς δεν επιμένουν να τα γιορτάζουν με φίλους για να τους καταθλίβουν, τα περνάνε μόνοι τους. Η δικιά μας κάθε χρόνο τέτοια μέρα, αν δεν φέρει όλη την παρέα στα πρόθυρα της αυτοκτονίας, δεν μπορεί. Το δε ψυχόδραμα που στήνει είναι όλο και πιο σπαραξικάρδιο. «Ξέρεις, κάπου διάβασα πως όσοι είναι άνω των 60 ετών έχουν 14% περισσότερες πιθανότητες να πεθάνουν την ημέρα των γενεθλίων τους» επιμένει να την κεντρίζει ο Στέλιος. «Μα δεν είμαι ακόμη άνω των 60!». «Κοντεύεις, μπορεί μια μέρα να γίνεις, αν είσαι τυχερή και αν όλα πάνε καλά».
Τον τσιµπάω. «Ποτέ δεν κατάλαβα γιατί πρέπει να γιορτάζουμε τα γενέθλιά μας» λέω μόνο και μόνο για να πω κάτι: «Ισως τελικά ήταν καλύτερα να είχαμε διατηρήσει την ελληνική παράδοση και να γιορτάζουμε κυρίως την ονομαστική εορτή». «Το λες γιατί εσύ έχεις δύο γιορτές» αντιδρά εκείνη. «Και ποιο το κέρδος; Σάμπως μου φέρνετε δώρα και στις δύο; Στη μία μόνο και όσο μεγαλώνουμε ακόμη και αυτήν την ξεχνάτε».
Θυμήθηκε πως έπρεπε να ανοίξει τα δικά της δώρα. Μας ευχαρίστησε με το χαρακτηριστικό γλυκόξινο ύφος της –το ξινό επικρατεί. Ξέρω πως θα πάει να τα αλλάξει όλα, πάντα τα αλλάζει, ποτέ δεν της αρέσουν αυτά που της πηγαίνουμε. Εκοψε και την τούρτα της, με ένα δάσος από κεράκια επάνω της. Πιο πολλή ήταν η παραφίνη από τη σαντιγί. Το έχει πει και ο Μπομπ Χόουπ: «Καταλαβαίνεις πως γέρασες όταν τα κεριά κοστίζουν περισσότερο από την τούρτα». Δεν της το λέω, μην τη συγχύσω και άλλο. Την παρατηρώ, όμως, την ώρα που φεύγουμε, εκεί στη σκάλα, και σκέφτομαι πόσο έχει αρχίσει να μοιάζει στη μαμά της, που έμοιαζε τόσο πολύ στη δική της μαμά… Η ίδια ιστορία, είπαμε. Μια γυναίκα πάνω σε αυτή τη σκάλα θα χαιρετά τα χρόνια που περνάνε.

* Δημοσιεύθηκε στο BHmagazino το Σάββατο 6 Ιανουαρίου 2018.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ