Στις αρχές της δεκαετίας του ’60 μια γαλλική ταινία είχε αφήσει εποχή. Ο τίτλος της: «Ο πόλεμος των κουμπιών». Σε ένα μικρό χωριό δύο αντίπαλες ομάδες μικρών παιδιών μάχονταν μεταξύ τους με έπαθλο τα κουμπιά που έκοβαν από τα ρούχα των ηττημένων. Μια σαφής αλληγορία για τη μανία των «μεγάλων» για τους πραγματικούς πολέμους. Σήμερα μια άλλη κατηγορία κουμπιών απειλεί την ανθρωπότητα με τον πυρηνικό όλεθρο. Πρόκειται για τα κουμπιά που αν τα πατήσεις εκτοξεύονται οι διηπειρωτικοί πύραυλοι που μεταφέρουν τις πυρηνικές κεφαλές και δύο από αυτά βρίσκονται στα χέρια δύο απερίγραπτων ηγετών που ανταγωνίζονται ποιος έχει το μεγαλύτερο! Ιστορία για μια ακόμα ταινία; Ισως. Αλλά το πρόβλημα είναι πολύ πιο σοβαρό, καθώς τον ανταγωνισμό αυτόν προκάλεσε ο πρόεδρος της ισχυρότερης χώρας του κόσμου ισχυριζόμενος ότι αυτός έχει μεγαλύτερο κουμπί από τον άλλον απρόβλεπτο συνάδελφό του της Βόρειας Κορέας.
Ολη αυτή η απίστευτη ιστορία μπορεί να θεωρηθεί ότι είναι για γέλια, αλλά δυστυχώς δεν είναι. Διότι αποδεικνύει, σε μια ιδιαίτερα κρίσιμη περίοδο όπου διακυβεύεται η παγκόσμια ειρήνη, το χαμηλό διανοητικό επίπεδο του ηγέτη του Δυτικού Κόσμου, ο οποίος με μια σειρά άλλων αλλοπρόσαλλων ενεργειών έχει αποδειχθεί ότι τορπιλίζει κάθε προσπάθεια για την αναγκαία όσο ποτέ άλλοτε ειρηνική διευθέτηση των διεθνών διαφορών. Και αυτό συμβαίνει τη στιγμή που στον δυτικό κόσμο γενικότερα είναι εμφανής η απουσία ισχυρών ηγετών που θα μπορούσαν να συγκρατήσουν τον Ντόναλντ Τραμπ. Ετσι οι δυτικές δημοκρατίες έχουν οδηγηθεί σε μια ουσιαστική παρακμή, με αποτέλεσμα να μεσουρανούν οι γνωστοί αυταρχικοί ηγέτες, όπως καλή ώρα ο διπλανός μας «νεοσουλτάνος». Και όχι μόνο αυτός βέβαια. Η έλλειψη ικανής ηγεσίας είναι μάλιστα ιδιαίτερα αισθητή τώρα στην Ευρώπη, με αποτέλεσμα να μην μπορεί να ξεκινήσει η επιβεβλημένη διαδικασία για τη μεταρρύθμιση του ευρωπαϊκού ενοποιητικού σχεδίου.
Τι να πει όμως κανείς και για τη χώρα μας; Η γενικότερη συμπεριφορά του πολιτικού κόσμου απέναντι στα λεγόμενα «εθνικά θέματα», που βρίσκονται και πάλι στην επικαιρότητα τις ημέρες αυτές, αποδεικνύει την ανεπάρκειά του στην αντιμετώπιση των σοβαρών αυτών προβλημάτων. Και δεν είναι τυχαίο ότι κανένα απολύτως από αυτά δεν έχει επιλυθεί από τη Μεταπολίτευση και μετά. Με τη μικροπολιτική στάση των πολιτικών αρχηγών και την επικίνδυνη διπλή γλώσσα του Πρωθυπουργού απέναντι στην Τουρκία είναι ευνόητο ότι δεν υπάρχει καμία προοπτική επίλυσης όσο τα ζητήματα αυτά παραμένουν αντικείμενο της εσωτερικής κομματικής διαμάχης. Διότι αυτό που σήμερα απαιτείται είναι η σύνεση και η μετριοπάθεια με στόχο τη χάραξη μιας αναγκαίας εθνικής γραμμής. Στην αντίθετη περίπτωση είναι βέβαιο ότι τα αδιέξοδα θα συνεχιστούν, με ό,τι αυτό συνεπάγεται για την ασφάλεια της χώρας.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ