Χωρίς καμιά αμφιβολία, οι κατά συρροήν κυβερνητικές αντιφάσεις, αλλά και τα προεδρικά ολισθήματα, κατά την πρόσφατη επίσκεψη του Ταγίπ Ερντογάν στην Ελλάδα, άνοιξαν διάπλατα το δρόμο, στην εκδήλως αυταρχική και απρόβλεπτη και ανάγωγη τουρκική ηγεσία, για σειρά πρωτοφανών και ασύγκριτων σε χυδαιότητα προκλήσεων, κατά της χώρας μας.

Η υποδοχή του Ερντογάν, στο προεδρικό μέγαρο, αντί να αρχίσει και να τερματιστεί με τους εθιμοτυπικούς κανόνες της διεθνούς αβροφροσύνης (είτε μας αρέσει είτε όχι ο φιλοξενούμενος), μετατράπηκε σε μια αρένα φιλονικείας, που καταγράφηκε στα διπλωματικά χρονικά ως μια από τις πιο καταγέλαστες λυκοφιλικές πολιτικές συναντήσεις.

Ο αδίστακτος και αχαλίνωτος Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν, εθισμένος σε παρόμοιες αντιπαραθέσεις, κυριολεκτικά αλώνισε σε ξένο γήπεδο. Και όχι μόνον αυτό, αλλά με τις κατά παρέκβαση των καθηκόντων του δικού μας Προέδρου της Δημοκρατίας αναρμόδιες πολιτικές αναφορές του στη Συνθήκη της Λωζάνης, κατόρθωσε να κάνει την ημέρα νύχτα, θέτοντας ζήτημα αναθεώρησης της Συνθήκης αυτής, που από το1923 μέχρι σήμερα τη σεβάστηκαν ευλαβικά όλα τα συμβαλλόμενα κράτη και συγκεκριμένα:

Ολες οι χώρες που πολέμησαν στον πρώτο παγκόσμιο πόλεμο και τη μικρασιατική εκστρατεία 1919-1922 και συμμετείχαν στη Συνθήκη των Σεβρών, συμπεριλαμβανομένης και της ΕΣΣΔ. Εκτός φυσικά, από ένα υπερφίαλο νέο-σουλτάνο που μοστράρει, κατά τον γελοιοδέστερο τρόπο, ως ανθυποπλανητάρχης στη ΝΑ Ευρώπη και ο οποίος θέλει να καταργήσει το pacta sunt servanda, δηλαδή τον κατά το Διεθνές Δίκαιο, σεβασμό των συμφωνημένων.

Η αυτογελοιοποίηση της τουρκικής ηγεσίας θα μπορούσε να έχει σταματήσει στα διαδραματισθέντα κατά την επίσκεψη του Ερντογάν στην Ελλάδα. Ατυχώς, ο ίδιος ο πρωθυπουργός μας δίνει την εντύπωση ότι, είναι αυτοπαγιδευμένος στους ασταμάτητους εκβιασμούς του Ερντογάν.

Τελευταίο κρούσμα αυτής της πρωθυπουργικής ενδοτικής προς τον Ερντογάν συμπεριφοράς είναι η άτακτη υποχώρηση του Αλέξη Τσίπρα, στις απειλές για τουρκικά αντίποινα, λόγω της παροχής πολιτικού ασύλου σε ένα από τους οκτώ αξιωματικούς των τουρκικών ενόπλων δυνάμεων, που κατέφυγαν στη χώρα μας για να γλυτώσουν από τους διωγμούς, που έχει εξαπολύσει εναντίον του δημοκρατικού κινήματος στην Τουρκία, ο νέο-σουλτάνος.
Φυσικά, τόσο ο απερίγραπτος κυβερνητικός εκπρόσωπος, που χορεύει πυροβατώντας στα κάρβουνα των πρωθυπουργικών μεταλλάξεων, όσο και ο υπουργός Προστασίας του Πολίτη Νίκος Τόσκας προκειμένου να καλύψουν όχι μόνο τις απρόβλεπτες μεταπτώσεις, αλλά το «σφάξε με αγά μου ν’ αγιάσω» του πρωθυπουργού, ισχυρίζονται, ότι η κυβέρνηση ζήτησε την ακύρωση της παροχής ασύλου στον Τούρκο αξιωματικό, με τη βεβαιότητα ότι θ’ απορρίψει το αίτημα αυτό η Δικαιοσύνη, δικαιώνοντας έτσι τον Τούρκο αξιωματικό!

Ο σχιζοφρενικός αυτός ισχυρισμός της απερίγραπτης κυβερνητικής δυάδας προφανώς θα μπορούσε να βρεί αποδέκτες μόνο στο χώρο των μικρονοϊκών, διότι:

1)Για πρώτη φορά και από επίσημα κυβερνητικά χείλη εκφράζεται η εμπιστοσύνη της κυβέρνησης προς την ελληνική Δικαιοσύνη, η οποία σε όλο το διάστημα της διακυβέρνησης της χώρας από τους ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ έχει γίνει ο μόνιμος στόχος των πιο χυδαίων επιθέσεων τόσο από επίσημους όσο και από τους γνωστούς ανεπίσημους κυβερνητικούς εκπροσώπους.

2)Τίθεται το ερώτημα: Προς τι λοιπόν αυτή η περίεργη και περιττή προσφυγή στην ελληνική Δικαιοσύνη η οποία ήδη έχει αποφανθεί θετικά υπέρ των Τούρκων φυγάδων; Μήπως διότι ο κύριος Τσίπρας θέλει να κατευνάσει τον Ερντογάν, ότι η ελληνική κυβέρνηση, ώσπερ άλλος Πόντιος Πιλάτος νίπτει τας χείρας της, αφήνοντας τους πολιτικούς φυγάδες στο έλεος των περιστάσεων, δηλαδή σε μια ενδεχομένως βολική για τον Εντοργάν δικαστική απόφαση;

3) Μήπως πίσω από όλο αυτό το θέατρο του παραλόγου ανοίγει ο ολισθηρός δρόμος για ακούσιες ή εκούσιες εθνικές μειοδοσίες; Η κυβέρνηση οφείλει ν’ αποδείξει ότι αποδοκιμάζει παρόμοια ενδεχόμενα, που μας παραπέμπουν στα Σεπτεμβριανά του 1955.