Η κυβέρνηση διατυμπανίζει τη δημοσιονομική «επιτυχία» της και αισιοδοξεί χαρακτηριστικά, μεταδίδοντας ότι όλα πάνε κατ’ ευχήν, ότι η χώρα βρίσκει βηματισμό, κερδίζει το στοίχημα της ανάπτυξης, ολοκληρώνει το πρόγραμμα και υπόσχεται μετά πάθους ότι το 2018 τελειώνουν τα μνημόνια, η οικονομία ελευθερώνεται από τα δεσμά της επιτροπείας και η ανάπτυξη εγκαθίσταται για τα καλά, δημιουργώντας τις προϋποθέσεις για μια νέα εποχή προόδου και ευημερίας.
Αυτό είναι το μήνυμά της και αυτή η προσδοκία του κ. Τσίπρα και των επικεφαλής του οικονομικού επιτελείου, οι οποίοι προαναγγέλλουν νέες εξόδους στις αγορές, αναβαθμίσεις από την πλευρά των οίκων αξιολόγησης και διαμόρφωση προϋποθέσεων για επαναρύθμιση του χρέους, την οποία αντιμετωπίζουν ως βασική προϋπόθεση για την οριστική έξοδο της χώρας από την κρίση.
Παράλληλα οι κυβερνώντες εξωραΐζουν τα προβλήματα ανάπτυξης της χώρας, δεν πολυσυζητούν τις επιδράσεις της έντασης που διαρκώς ανατροφοδοτούν οι ίδιοι στο πεδίο της πολιτικής και καλύπτουν τις παρενέργειες της οικονομικής καχεξίας, τη φτώχεια και την επιμένουσα υψηλή ανεργία με την προβληματική επιδοματική πολιτική που έχουν εισαγάγει.
Ωστόσο, παρά την κυβερνητική αισιοδοξία τίποτε ακόμη δεν εγγυάται την έξοδο από την κρίση. Αποκρύπτεται επιμελώς η διαχείριση πλήθους στρατηγικών διαρθρωτικών θεμάτων και προβλημάτων, χωρίς τη δραστική αντιμετώπιση των οποίων δεν μπορεί να προσβλέπει κανείς σε άνθηση της ελληνικής οικονομίας που τόσο έχει ανάγκη ο τόπος.
Κακά τα ψέματα, το 2018 είναι έτος-κλειδί για την πορεία της οικονομίας και της χώρας. Στη διάρκειά του θα κριθεί το μείζον θέμα των τραπεζών, η εξέλιξη του οποίου είναι κρίσιμη και αποφασιστική. Αν δεν επιτύχουν διαχειρίσιμα αποτελέσματα, αν τα στρες τεστ δεν αποδώσουν τα επιδιωκόμενα αποτελέσματα στη διαχείριση των «κόκκινων» δανείων και απαιτηθούν νέες ισχυρές ανακεφαλαιοποιήσεις, η ανασφάλεια θα επιταθεί και η διαβρωτική αβεβαιότητα θα συνεχίσει να κατατρώγει τις όποιες προσδοκίες προόδου και ευημερίας.
Επίσης πολλά θα κριθούν την επόμενη χρονιά από τη δομή και τον χαρακτήρα της νέας γερμανικής κυβέρνησης. Και αυτό γιατί από το σχήμα που θα κυβερνήσει τη Γερμανία, την ηγέτιδα χώρα της Ευρώπης, θα εξαρτηθούν η έκταση και τα οφέλη της υπεσχημένης, από δανειστές και εταίρους, επαναρύθμισης του χρέους. Οσο πιο γενναία θα είναι αυτή τόσο ευχερέστερη θα αποδειχθεί η επανένταξη της χώρας στο διεθνές οικονομικό σύστημα.
Η σύνθεση της νέας γερμανικής κυβέρνησης και οι πρόνοιες που θα υποστηρίξει για το ελληνικό χρέος θα επιδράσουν καθοριστικά στην προετοιμασία της Ελλάδας για την οριστική επάνοδό μας στις αγορές.
Οσοι παρακολουθούν από κοντά τις ελληνικές οικονομικές υποθέσεις γνωρίζουν ότι για να ελευθερωθεί η χώρα μας από τα προγράμματα στήριξης θα πρέπει στη διάρκεια του νέου έτους να δημιουργήσει χρηματοδοτικό απόθεμα ασφαλείας ύψους 20 δισ. ευρώ, ώστε να δύναται να καλύψει τις χρηματοδοτικές ανάγκες τουλάχιστον δυόμισι ετών.
Αλλά ακόμη και αν εξασφαλισθούν τα παραπάνω, κανείς δεν μπορεί να εγγυηθεί το μέλλον χωρίς ισχυρή οικονομική ανάπτυξη. Αν παραμείνει καχεκτική και αναιμική στα επίπεδα του 1,5% και 2%, η όποια πρόοδος θα είναι πρόσκαιρη και επισφαλής.
Ολοι, ακόμη και όσοι αναμεταδίδουν με θέρμη τα αισιόδοξα κυβερνητικά μηνύματα για το ευτυχές 2018, γνωρίζουν ότι δεν υπάρχει η δέουσα και διεκδικούμενη αναπτυξιακή ορμή. Και αυτό γιατί οι επενδυτές παραμένουν επιφυλακτικοί και καχύποπτοι, δεν πείθονται από τις κυβερνητικές εκκλήσεις, δεν αναλαμβάνουν πρωτοβουλίες, ούτε ρίσκο, εμποδίζονται από την περιρρέουσα αντιαναπτυξιακή ρητορική και πρακτική, από τα πολλά εμπόδια που ορθώνουν η γραφειοκρατική διοίκηση και οι συνδεόμενοι με την κυβέρνηση τοπικοί και άλλοι κομματικοί παράγοντες.
Επιπλέον, η παρατηρούμενη αύξηση της κατανάλωσης στα όρια του 1,3% δεν είναι αποτέλεσμα της αύξησης του διαθεσίμου εισοδήματος, χρηματοδοτείται από τις πωλήσεις περιουσιακών στοιχείων και από την απόσυρση καταθέσεων, δηλαδή από τα αποθέματα του παρελθόντος. Δεν πρόκειται δηλαδή για υγιή κατανάλωση, κοινώς η ελληνική κοινωνία τρώγει από τα έτοιμα, δεν παράγει, δεν δημιουργεί, το παραγόμενο εισόδημα είναι αρνητικό.
Κοινή είναι η πεποίθηση ότι η αποταμίευση είναι αρνητική και οι εξαγωγές, παρότι αυξημένες, παραμένουν μικρές και ως εκ τούτου ανίκανες να στηρίξουν την ανάπτυξη που έχει ανάγκη η χώρα. Οπως επισημαίνουν επιχειρηματίες και τραπεζίτες, η Ελλάδα, στον βαθμό που η αποταμίευσή της είναι αρνητική και η προσέλκυση ξένων κεφαλαίων δυσχερής, δεν θα βρει τη διέξοδο που αναζητεί χωρίς έναν συνδυασμό πολιτικών και συνθηκών ικανών να αλλάξουν την ατμόσφαιρα.
Για να βγει η Ελλάδα από την κρίση χρειάζεται προπάντων άλλο κλίμα, άλλη ατμόσφαιρα, υγιείς τράπεζες, επαρκή ρευστότητα, χαμηλότερα επιτόκια, λιγότερους φόρους και ένα πλήθος αντισυμβατικών πολιτικών και μέτρων που θα επιτρέψουν την προσέλκυση μεγάλων επενδύσεων, ικανών να στηρίξουν την οικονομική δραστηριότητα και να προσθέσουν ικανό διαθέσιμο εισόδημα στον ευρύ κύκλο των εργαζομένων που θα ενισχύσει την κατανάλωση και θα ευνοήσει τη δημιουργία νέου πλούτου.
Οι επαΐοντες μιλούν για ένα ολοκληρωμένο σύστημα προσέλκυσης ξένων επενδύσεων, που θα μπορεί να κινητοποιεί κεφάλαια ύψους 10 δισ. ευρώ τον χρόνο. Ουσιαστικά προκρίνουν ένα δυναμικό σχήμα που θα διευκολύνει τις επενδύσεις σε συγκεκριμένες ζώνες, όπως αυτές της αξιοποίησης του ορυκτού πλούτου, του οργανωμένου τουρισμού, της ηλεκτροπαραγωγής, της ανώτατης εκπαίδευσης και άλλων.
Και μαζί μιλούν για την επιλογή και τον καθορισμό συγκεκριμένων γεωγραφικών επενδυτικών ζωνών, απαλλαγμένων από γραφειοκρατικά και άλλα εμπόδια, όπως αυτά της αρχαιολογίας και της δασονομίας που είδαμε να καθυστερούν συστηματικά την επένδυση του Ελληνικού.
Η ανάγκη για τέτοιες αντισυμβατικές φιλοεπενδυτικές επιλογές υπέρ των ξένων πηγάζει από την αποδεδειγμένη αδυναμία των Ελλήνων να κάνουν επενδύσεις, κυρίως επειδή δεν διαθέτουν τα κεφάλαια, ούτε την πρόσβαση σε αυτά.
Οι καιροί και οι συνθήκες απαιτούν πλέον άλματα, δεν αρκούν πια τα μικρά βήματα. Αν επιμείνουμε στη λογική των μικρών βημάτων είναι βέβαιο ότι θα παγιδευτούμε σε μια συνθήκη μίζερης και αναιμικής ανάπτυξης που δεν μπορεί να εγγυηθεί το μέλλον, παρά μόνο τη διαιώνιση της τρέχουσας ανασφάλειας.
Το ερώτημα λοιπόν που τίθεται είναι ποιος θα αναλάβει το βάρος και την ευθύνη μιας δυναμικής αντισυμβατικής επενδυτικής πολιτικής.
Ποια πολιτική δύναμη θα αναλάβει να υποστηρίξει και να οργανώσει τη μεγαλύτερη επιχείρηση προσέλκυσης ξένων επενδύσεων στην ελληνική ιστορία.
Αυτό είναι το ερώτημα και αυτή η πρόκληση. Με τη διαφορά ότι αυτή η πρόκληση ξεπερνά κατά τα φαινόμενα το τρέχον πολιτικό σύστημα. Εκτός και αν γίνει κάποιο θαύμα το 2018…

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ