Τον τελευταίο καιρό, εν όψει της νέας χρονιάς, βλέπουν το φως της δημοσιότητας εκθέσεις διεθνών οργανισμών και μεγάλων τραπεζών για τις προοπτικές της παγκόσμιας οικονομίας που προβλέπουν σημαντική ανάπτυξη για το 2018, έως και 4%. Εάν επαληθευθούν οι προβλέψεις αυτές, θα πρόκειται για την καλύτερη επίδοση από το 2011. Για παράδειγμα, ο ΟΟΣΑ εκτιμά ότι η ανάπτυξη στις χώρες – μέλη του θα φθάσει το 3,7%, ενώ η Goldman Sachs και η Barclays, που είναι οι πιο αισιόδοξες τράπεζες, προβλέπουν ότι το παγκόσμιο ΑΕΠ θα ανέλθει σε 4%.
Η αμερικανική επενδυτική τράπεζα βασίζει την εκτίμησή της στη θετική πορεία των επτά ισχυρότερων οικονομιών του κόσμου (ΗΠΑ, Καναδάς, Ιαπωνία, Ην. Βασίλειο, Γερμανία, Γαλλία και Ιταλία), οι οποίες εκτιμά ότι θα συμπαρασύρουν και τις υπόλοιπες. Η UBS «βλέπει» ανάπτυξη 3,8%, ενώ η Citigroup 3,4%, επισημαίνοντας ότι από τη βελτίωση του οικονομικού κλίματος θα επωφεληθούν περισσότερες χώρες από ό,τι στο παρελθόν.
Από την πλευρά της, η JP Morgan βάζει τον πήχη στο 3,7%, στο ίδιο επίπεδο που τον τοποθετούν Morgan Stanley και Societe Generale. Η γαλλική τράπεζα μάλιστα εκτιμά ότι η οικονομία βρίσκεται στην καλύτερη κατάσταση της τελευταίας δεκαετίας και θεωρεί ότι από τη βελτίωση του παγκόσμιου οικονομικού κλίματος θα επωφεληθούν ακόμη περισσότερες χώρες και πως θα δημιουργηθούν νέες θέσεις εργασίας.
Με λίγα λόγια, «βλέπουν» ότι η ευημερία των οικονομικά ανεπτυγμένων χωρών θα αυξήσει την παγκόσμια ζήτηση για πρώτες ύλες, εμπορεύματα, υπηρεσίες, μετακινήσεις, τουρισμό κ.λπ. και πως τα διεθνή επενδυτικά κεφάλαια θα σπεύσουν να καλύψουν τις νέες ανάγκες, αναζητώντας ευκαιρίες πέρα από τα σύνορα των χωρών όπου δραστηριοποιούνται. Ετσι θα μεταδοθεί ένα αναπτυξιακό ντόμινο σε όλο τον πλανήτη. Αυτή είναι η διαδικασία διάχυσης της παγκόσμιας ανάπτυξης στον κόσμο στον οποίο ζούμε.
Ωστόσο, δεν σημαίνει ότι η διαδικασία είναι αυτόματη και ευνοεί όλες τις χώρες. Εξαρτάται από τον βαθμό ετοιμότητας της κάθε χώρας να ανταποκριθεί και να εκμεταλλευθεί τις νέες συνθήκες. Διότι οι επενδυτές επιλέγουν πού θα πάνε να ρισκάρουν τα χρήματά τους. Και σε καμία περίπτωση δεν θέλουν να τοποθετηθούν σε χώρες όπου μπορεί να βρεθούν εγκλωβισμένοι. Προτιμούν εκείνες που ευνοούν την επιχειρηματικότητα. Εκείνες όπου δεν κινδυνεύουν να ανακαλύψουν ξαφνικά ότι δεν έχουν επένδυση.
Θα περίμενε, λοιπόν, κανείς σε ένα τέτοιο διεθνές περιβάλλον η ελληνική πλευρά να διεκδικούσε όχι το μερίδιο που της αναλογεί, αλλά μεγαλύτερο. Ιδιαίτερα μετά την κατακόρυφη πτώση που έχουν σημειώσει οι αξίες την τελευταία δεκαετία και όλες τις θεσμικές αλλαγές που έχουν γίνει σε επίπεδο διαρθρωτικών αλλαγών. Πρακτικά αυτό σημαίνει ότι η χώρα θα έπρεπε να είχε επιδοθεί σε έναν αγώνα προσέλκυσης επενδύσεων, όχι μέσω διακυβερνητικών δηλώσεων όπως συμβαίνει στα πρωθυπουργικά ταξίδια, αλλά μέσω της επίλυσης πρακτικών ζητημάτων για όσους θέλουν να επενδύσουν.
Αντ’ αυτού αναλωνόμαστε στα πόσα βλήματα πωλήθηκαν στη Σαουδική Αραβία, ποιος φταίει για την έλλειψη αντιπλημμυρικών έργων, τι θα γίνει με τις τηλεοπτικές άδειες, αν θα βγουν στο «σφυρί» ή όχι τα σπίτια των στρατηγικών κακοπληρωτών. Οχι πως δεν έχουν αξία τέτοιου είδους ζητήματα. Δεν μπορούν όμως να κυριαρχούν της δημόσιας συζήτησης τη στιγμή που είναι ανοικτή η τρίτη αξιολόγηση, η επόμενη συμφωνία με τους πιστωτές μετά τη λήξη του τρέχοντος προγράμματος τον Αύγουστο του 2018, η παραμονή ή όχι του ΔΝΤ, η έλλειψη εμπιστοσύνης προς τη χώρα, η επένδυση στο Ελληνικό, οι ιδιωτικοποιήσεις κ.λπ. Δυστυχώς, για ακόμα μία φορά ζούμε στον μικρόκοσμό μας. Αδυνατούμε να δούμε τη μεγάλη εικόνα, να αντιληφθούμε τα μηνύματα των καιρών, τις τάσεις της εποχής, παραμένοντας εγκλωβισμένοι στην εσωστρέφεια και στον επαρχιωτισμό μας.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ