Με το βραβείο Νομπέλ ανά χείρας ο Ιταλός Ντάριο Φο δεν είναι πλέον «καθ’ οδόν προς τον θρύλο» όπως ήταν στις αρχές της δεκαετίας του ’70 όταν ο γάλλος θεατρολόγος Μπερνάρ Ντορτ σε μια σειρά κριτικών κειμένων του «Για τον Ντάριο Φο» τον παρουσίαζε ως μια εξέχουσα περίπτωση επικού ηθοποιού κατά το μπρεχτικό πρότυπο. Τώρα ο πολυμήχανος και αγωνιστικός Φο, άνθρωπος του θεάτρου με την πλήρη σημασία του όρου αφού συνδυάζει τέλεια στο πρόσωπό του τον συγγραφέα, τον σκηνοθέτη, τον ηθοποιό και τον εμπνευστή θεατρικών επεμβάσεων, είναι ένας ζωντανός θρύλος, με την ευρύτερη δυνατή αναγνώριση σε χώρες, πολιτισμούς, κοινωνικά στρώματα, καλλιτεχνικές ομάδες και κοινό.


Φυσικά η πριν από το Νομπέλ σαρανταπεντάχρονη πορεία του κάθε άλλο παρά ομαλή και ανεμπόδιστη υπήρξε. Γιατί ο αυθεντικός, αιρετικός και προκλητικός Ντάριο Φο, ο βάρδος του πολιτικού θεάτρου για τη γενιά του Μάη του ’68 (και για όσους τον πρωτοείδαμε στο αλησμόνητο εκείνο «Μίστερο Μπούφο» να ανασταίνει επί σκηνής τον Giullare, περιπλανώμενο τραγουδιστή του Μεσαίωνα, προκειμένου να διηγηθεί τα χρονικά τού άλλοτε από τη σκοπιά της σύγχρονης συνείδησης) είχε αναλάβει, δεκαετίες ολόκληρες, τον ρόλο θεατρικού δυναμίτη. Στόχοι του ήταν οι μηχανισμοί της εξουσίας και οι κατεστημένοι θεσμοί, οι στερεότυπες ιδέες και προκαταλήψεις, οι κοινωνικές ανισότητες και μορφές αλλοτρίωσης. Ανοιχτός πάντα στα προβλήματα του καιρού του και στις πολιτικές αντιπαραθέσεις ο Φο συγκαταλέγεται στους σημαντικούς θεατρικούς δημιουργούς που με συνέπεια και αποτελεσματικότητα ανέδειξαν το θέατρο σε μια δυναμική πολιτικο-καλλιτεχνική οντότητα, ικανή να διασκεδάζει, να καταδείχνει τις σκληρές όψεις της πραγματικότητας και να προβληματίζει με τη συνδρομή του κωμικού.


Ο Ντάριο Φο γονιμοποίησε τις μεγάλες θεατρικές παραδόσεις από τους λαϊκούς αφηγητές, την Κομέντια ντελ Αρτε, τους κλόουν, μίμους και καμπαρετίστες ως την αγκίτ-προπ και τα κριτικά, μορφοπλαστικά εγχειρήματα πρωτοπόρων του 20ού αιώνα όπως ο Μαγιακόφσκι. Ιδιοφυής, εκρηκτικός, πνευματώδης, αφομοίωνε τις αντιδράσεις των θεατών και τις επενέδυε παραγωγικά στη γραφή του. Ηταν ο σχοινοβάτης που εξισορροπούσε μεταξύ προφορικού και γραπτού λόγου, ανάμεσα στα αιτήματα για αυτοσχεδιαστική έκφραση και λογοτεχνικότητα.


Ενεργοποιώντας την κωμωδία, τη φάρσα, την πολιτικο-σατιρική επιθεώρηση, το σκετς, όλες τις μορφές του κωμικού γένους, ηγήθηκε ενός «εναλλακτικού θεάτρου», πολιτικού και λαϊκού όπου η θεατρική πράξη συναντούσε την πολιτική δραστηριότητα.


Ο θεατρίνος και αγκιτάτορας Ντάριο Φο, με το θαυμαστό ταμπεραμέντο και τη σκηνική μαεστρία, προερχόμενος από τα μέρη της βορειοϊταλικής Λάγκο Ματζόρε και από ένα οικογενειακό περιβάλλον παρτιζάνων και παραμυθάδων, ανακάλυψε στην Μπρέρα όπου είχε φτάσει, εικοσάχρονος, για σπουδές αρχιτεκτονικής, πώς οι καθεδρικοί ναοί, οι υπέροχες ρομανικές εκκλησίες, ήταν έργα χιλιάδων εργατών, ενός πλήθους από ανώνυμους τεχνίτες, προτού είναι έργο του επώνυμου αρχιτέκτονα, δασκάλου. Τις λαϊκές φωνές θέλησε από τότε να μεταφέρει στο θέατρό του πανηγυρικά ο Φο. Σε ένα θέατρο που αποκαθίσταται το ίδιο ως χώρος των πολιτών μέσα στην πόλη καθώς σ’ αυτό γίνεται λόγος για τα κοινά με τρόπο άμεσο και απλό. Καθώς το ιστορικό παρελθόν ζυμώνεται με την επικαιρότητα και καθημερινότητα, καθώς οι λαϊκές διηγήσεις μετατρέπονται σε σωματική επίδειξη, δράση, αναπαράσταση.


Η «πληβειακή» διάσταση του κωμικού και λαϊκού θεάτρου (με την μπρεχτική χροιά της λέξης) κυριαρχεί στο θέατρο του Φο: στις τεχνικές του σώματος και του κειμένου. Στις προτάσεις για ένα θέατρο «από τον λαό» και «για τον λαό», με τις μικρές ιστορίες και τις παραβολές να ξεσκεπάζουν την Ιστορία. Στα θεατρικά σχήματα, από το αρχικό της Κομπανία Ντάριο Φο – Φράνκα Ράμε ως τις μετέπειτα ομάδες, τη Νουόβα Τσένα ή την κολεκτίβα Λα Κομούνε. Το Νομπέλ σε έναν τέτοιο καλλιτέχνη είναι μια πολιτική χειρονομία που επιβεβαιώνει την αναγνώριση ενός θεάτρου προσανατολισμένου στη χειρονομιακή έκφραση του πολιτικού. Είναι όμως και μια χειρονομία που επισημαίνει την ανάγκη να αποκατασταθεί το χαμένο γόητρο της πολιτικής χειρονομίας.