O προβοκάτορας είναι μια παλιά ιστορία. Παραπέμπει σε πραγματικές εμπειρίες διείσδυσης των αρχών ασφαλείας ή άλλων τομέων του κράτους σε διάφορες οργανώσεις και κινήματα στην Ευρώπη, στην Αμερική και αλλού. Φέρνει στον νου τον κατάσκοπο, τον «διπλό πράκτορα», τον περιβόητο agent provocateur και την αινιγματική του συμμετοχή τόσο στον κόσμο της παρανομίας όσο και στους κύκλους της πιο αμείλικτης κρατικής σκοπιμότητας.
Από τους καιρούς της τσαρικής μυστικής αστυνομίας Οχράνα μέχρι την πολύ σοβαρή διείσδυση ανθρώπων της M15 στον ΙRA και τους «κατασκόπους» στα πρόσφατα ριζοσπαστικά κινήματα κατά της παγκοσμιοποίησης, το υλικό και τα παραδείγματα είναι πλούσια.
Στα χρόνια πριν από τη Ρωσική Επανάσταση, ονόματα όπως του περιβόητου Γέβνο Αζεφ στην οργάνωση μάχης του κόμματος των Εσέρων ή του Ρομάν Μαλινόφσκι στους μπολσεβίκους έγιναν εμβληματικές περιπτώσεις του διπλού «προβοκάτορα-πράκτορα» και της τεράστιας ικανότητάς του να υποδύεται τον μαχόμενο επαναστάτη. Από αυτά τα πραγματικά πρόσωπα της μεθοριακής ζώνης ανάμεσα στο κράτος και στην ανατρεπτική δράση γεννήθηκε ο χαρακτηριστικός αριστερός φόβος για τον «προβοκάτορα». Και μια ολόκληρη παράδοση καταγγελίας των προβοκατόρων και πρακτορολογίας, κάθε φορά που η πραγματικότητα γεννούσε διάφορα «ανεξέλεγκτα στοιχεία», για να δανειστώ εδώ τον τίτλο του ωραίου μυθιστορήματος του Στεφάν Οσμόν που αναφέρεται στον ένοπλο αριστερίστικο πειρασμό της δεκαετίας του ’70.
Να όμως που εδώ και σαράντα χρόνια η ελληνική κουβέντα περί προβοκατόρων και προβοκατόρικων ενεργειών έχει γίνει μια κοινοτοπία. Και ίσως κάτι χειρότερο: η ανακλαστική αντίδραση όσων δεν θέλουν να παραδεχθούν πως τα σκοτάδια της βαρβαρότητας μπορεί να προέρχονται και από «αριστερά». Οτι μπορεί κάποιος με ακραία ηθικολογική προσκόλληση στη συλλογική απελευθέρωση ή στην εξάλειψη της αδικοπραγίας, κάποιος μεταφυσικά και αδιάλλακτα ανθρωπιστής, να ασκεί αποκρουστική βία και να σκοτώνει.
Ο «προβοκάτορας» ανασύρεται λοιπόν ως έτοιμη λύση για κάθε ενδεχόμενο. Μπορεί να αποδοθεί σε αυτούς που δεν τους ελέγχονται και είναι άστεγοι (από την εξέγερση του Πολυτεχνείου και εφεξής) αλλά και σε όλους τους εξτρεμισμούς που δεν «μπορεί να είναι αυτό που λένε». Κάτι άλλο κρύβεται, κάποια άλλη ιδεολογία και πρόθεση παραμονεύει εδώ.
Επί δεκαετίες λοιπόν πολλοί μέσα στην επίσημη Αριστερά των δύο κομμουνιστικών κομμάτων έβλεπαν τις ένοπλες τρομοκρατικές οργανώσεις της Αριστεράς ως σχήματα του παρακράτους και φυσικά το «παρακράτος» μπορούσε να είναι μόνο δεξιό. Οταν αυτό δεν μπορούσε να σταθεί πλέον, άρχισε η θεωρία περί ποινικών και μαφίας. Φιλελεύθεροι καλών προθέσεων που δεν ήθελαν να αποδώσουν ιδεολογική ταυτότητα στους τρομοκράτες και αριστεροί που επιδίωκαν να παρουσιάσουν τους εξτρεμιστές ως εξωγήινους ή εκτός κάθε σχέσης με την Αριστερά και τον λαό της, συναντήθηκαν στην αντίληψη περί ποινικών. Οι «μπάχαλοι», τα κλεφτρόνια, οι εγκληματίες του κοινού ποινικού δικαίου, όλες αυτές οι απολίτικες περιγραφικές ευκολίες έρχονται να συγκαλύψουν το πρόβλημα.
Και βέβαια η άκρως μονότονη εκδοχή του προβοκάτορα και του πράκτορα ξένων ή εχθρικών δυνάμεων.
Πολλοί φιλελεύθεροι και συντηρητικοί σχολιαστές πιστεύουν ότι ο «ιδεολόγος» είναι κάτι σχεδόν αγνό και πάντως δεν μπορεί να σχετίζεται με «αυτούς τους αλήτες».
Στους αριστερούς, πάλι, λειτούργησε η μυθοποίηση του ανθρώπου που εκτίθεται δημόσια και πολιτικά, επομένως ο τυχόν πολιτικός ανθρωπισμός τον κάνει ακατάλληλο για βάρβαρες πράξεις και σκοτεινούς αγώνες.
Η ιδέα επομένως του προβοκάτορα βολεύει την αριστερή φαντασίωση για μια διαρκή κρατική και υπερεθνική πλεκτάνη που, ακόμα και σήμερα, έχει ως στόχο την οντότητα Αριστερά. Και αυτό μπορεί να το πιστεύουν ή να το διακηρύσσουν ακόμα και άνθρωποι που κυβερνούν σήμερα τη χώρα και η έδρα τους είναι το ίδιο το Μέγαρο Μαξίμου! Μπορεί να παρουσιάζουν πάντα ένα «σκοτεινό κράτος» ενώ οι ίδιοι κατέχουν υπουργικά χαρτοφυλάκια –αλλά είπαμε: άλλο κράτος και άλλο κυβέρνηση.
Από την άλλη, ο ποινικός, ο ληστής ή ο «αλήτης» είναι χαρακτηρισμοί που ελκύουν όσους πιστεύουν πως με την περιφρονητική, πεζή και υβριστική προσφώνηση πέφτουν οι μάσκες της ιδεολογίας. Λες και η ιδεολογία είναι κάτι αξιωματικά ευγενές, μια ντροπαλή κορασίδα.
Θα είχε όμως περισσότερο νόημα αν κάναμε μια διαφορετική επιλογή στη συζήτηση αυτών των προβλημάτων. Αν αναγνωρίζαμε δηλαδή ότι στην Ιστορία υπάρχουν και οι κάθε λογής «πράκτορες» αλλά ότι η ιδέα της προβοκάτσιας έχει γίνει μια κουραστική και εξοργιστική υπεκφυγή. Αν παραδεχόμασταν, επομένως, ότι σε αυτή εδώ την κοινωνία υπάρχουν κάποιοι άνθρωποι, άτομα ή ομάδες, που ερμηνεύουν μια ιδεολογία με τον τρόπο του Καλάσνικοφ, των σφυριών ή των μολότοφ. Υπάρχουν χώροι που δεν λογοδοτούν ούτε στη συνταγματική νομιμότητα αλλά ούτε και σε μια θεωρητική και αυτοπεριορισμένη βούληση ανατροπής. Αυτοί οι χώροι κολυμπούν πάντα μέσα στην ιδεολογία και στα πάθη της, ακόμα και αν τα άτομα της σημερινής εποχής δεν έχουν τη «συγκρότηση» των κλασικών μεταπολιτευτικών εξτρεμισμών.
Εχουμε όμως κληρονομήσει μια ρητορική της υπεκφυγής και των θολών νερών. Από την πρόχειρη απόδοση ψυχικών διαταραχών σε δικτάτορες και αυταρχικούς ηγέτες μέχρι τη βολική πατέντα ενός προαιώνιου προβοκάτορα ο οποίος δεν έχει βεβαίως «καμιά σχέση με τον λαό» (πρόκειται, ασφαλώς, για εξωγήινη κύηση!).
Οταν όμως η προβοκάτσια πάει να γίνει η πρώτη εξήγηση ενός φαινομένου, καταλαβαίνουμε πως πέφτει συσκότιση. Και κυρίως πως σε αυτή τη χώρα έχουμε μάθει να αναβάλλουμε όλες τις συζητήσεις που δεν (μας) συμφέρουν.
Ο κ. Νικόλας Σεβαστάκης είναι καθηγητής στο Τμήμα Πολιτικών Επιστημών του ΑΠΘ.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ