Τους έβλεπα πρωί-πρωί, να σκουπίζουν τα σκαλιά, να καθαρίζουν τα τζάμια, να ποτίζουν τις γλάστρες. Επειτα έπιαναν θέση στο «γραφειάκι» τους, στις εισόδους των πολυκατοικιών. Μιλούσαν με τους ενοίκους που έβγαιναν για να πάνε στις δουλειές τους. Ενας βοήθησε μια ηλικιωμένη κυρία να μεταφέρει τα ψώνια του σουπερμάρκετ, ένας άλλος παραχώρησε σε κάποια άλλη την καρέκλα του και έβγαλε αντ’ αυτής βόλτα το σκυλάκι της στο πεζοδρόμιο. Αργά το απόγευμα κατέβαζαν τους κάδους με τα σκουπίδια. Οι θυρωροί της Μαδρίτης μού θύμισαν μια Αθήνα που είχα ξεχάσει. Οταν οι περισσότερες πολυκατοικίες είχαν θυρωρό. Τότε που όλα ήταν πιο καθαρά και (φαίνονταν) πιο πολιτισμένα. Ναι, ίσως να υπήρχαν περισσότερος έλεγχος και κουτσομπολιό, πράγμα που δεν άρεσε καθόλου σε εμάς που ήμασταν νέοι και θέλαμε να κάνουμε τις «αλητείες» μας χωρίς να μας καρφώνουν στους γονείς μας. Αλλά η γειτονιά πάντα θα κουτσομπολεύει, με θυρωρούς ή άνευ.
Ημουν 12 χρόνων όταν ξεκίνησε να προβάλλεται «Το ημερολόγιο ενός θυρωρού» του Κώστα Πρετεντέρη με τους Κώστα Βουτσά αρχικά και Βασίλη Μπουγιουκλάκη μετά στον πρωταγωνιστικό ρόλο του θυρωρού. Βασιζόταν στην ομότιτλη ραδιοφωνική σειρά του συγγραφέα με τον Γιάννη Βογιατζή. Το σίριαλ το θυμάμαι, το βλέπαμε οικογενειακώς και γελούσαμε, αναγνωρίζοντας στον μικρόκοσμο της πολυκατοικίας που ο Πρετεντέρης σατίριζε τις καταστάσεις και τους χαρακτήρες που γνωρίζαμε. Η δική μας θυρωρός καθόταν σχεδόν όλη την ημέρα στην είσοδο. Καθάριζε, έριχνε κάτω από τις πόρτες επιστολές και λογαριασμούς, ανέκρινε τους αγνώστους που επιχειρούσαν να μπουν, τσεκάροντας αν έλεγαν αλήθεια. «Ποιον θέλετε εσείς;». «Τον… τάδε». «Σε ποιον όροφο μένει;». «Στον τρίτο, με περιμένει». «Μάλιστα, περάστε», και κοίταζε με βλέμμα δολοφονικό: «Πρόσεχε, σε παρακολουθώ!». Γνώριζε φυσικά τα πάντα, ποιος μπήκε, ποιος βγήκε, ποιος πότισε και κατέβρεξε τα (όχι πολλά) αυτοκίνητα στον δρόμο… Φρόντιζε να λάμπουν όλα και να τηρούνται οι ώρες κοινής ησυχίας. Στα μάτια μου είχε την αίγλη που είχαν οι δεσμοφύλακες σε δράματα του ελληνικού κινηματογράφου α λα «Η Στεφανία στο αναμορφωτήριο». Μπαμπούλας!
Η νέα εποχή ανάμεσα στις αλλαγές της μας επιφύλαξε και τη σταδιακή κατάργηση των θυρωρών, τουλάχιστον στις πολυκατοικίες που βρίσκονται σε λαϊκές γειτονιές όπως η δική μας. Νέος ήμουν, δεν ενδιαφερόμουν για τα θέματα του σπιτιού, οπότε η εξαφάνισή τους δεν με απασχόλησε. Το πόσο χρήσιμοι ήταν το κατάλαβα μεγαλώνοντας, ειδικά τα τελευταία χρόνια που για λόγους οικονομίας πολλές πολυκατοικίες έχουν κόψει τις καθαρίστριες ή έχουν αναθέσει τη δουλειά σε συνεργεία τα οποία σε καμία περίπτωση δεν έχουν την έγνοια που είχε ο καλός θυρωρός. Πάντα μου προξενεί μια ελαφρά μελαγχολία το άδειο γραφειάκι τους, που υπάρχει ακόμη σε πολλές πολυκατοικίες, επειδή με τη μοναξιά του, έτσι παροπλισμένο όπως μας υποδέχεται, αποκτά θεατρική δραματικότητα, υπογραμμίζει την απουσία. Μου θυμίζει χρόνια που πέρασαν και τους ανθρώπους που πήραν μαζί τους. Χαζοσυναισθηματισμοί.
Οµως στο πρόσφατο ταξίδι µου στη Μαδρίτη βλέποντας όλους αυτούς τους θυρωρούς σε δράση (απορώ πώς δεν έχει κάνει ακόμη καμιά ταινία για τα κατορθώματά τους ο Αλμοδόβαρ) δεν έμεινα στους συναισθηματισμούς, δεν «επέστρεψα» στην πολυκατοικία των παιδικών μου χρόνων απλώς για να μνημονεύσω ανθρώπους. Σκέφτηκα πόσο τελικά έχει συμβάλει στην υποβάθμιση της καθημερινότητάς μας η απουσία τους. Πόσο πιο βρώμικες είναι οι είσοδοι των πολυκατοικιών μας, πόσο πιο αφρόντιστες με πεταμένα δεκάδες έντυπα για ντελίβερι στο δάπεδο, πόσο μουντζουρωμένοι οι εξωτερικοί τοίχοι τους. Εντάξει, τότε δεν υπήρχε η μόδα των γκραφίτι-συνθημάτων, αλλά και αν υπήρχε δεν νομίζω πως οι θυρωροί θα άφηναν τα «Μαρία είσαι μεγάλη καρ…λα» και τα «Λευτεριά στον αναρχικό Μανώλη Καλαμποδογιαννάκη» –σίγουρα θα τα περνούσαν ένα χέρι μπογιά. Παρατηρώντας την πάστρα που γινόταν στις εισόδους των σπιτιών της Μαδρίτης κάθε πρωί, με τον δρόμο να μυρίζει σαπούνι, ζήλεψα εκείνους που μπορούν να απολαμβάνουν αυτή την πολυτέλεια. Εξάλλου, η καθαριότητα δεν είναι πολυτέλεια, είναι καθημερινή ανάγκη. «Ωραία δεν θα ήταν να είχαμε θυρωρό;» ρώτησα την Αννα. «Απαπα! Δεν θέλω», με αιφνιδίασε, «υπάρχει πάντα ο κίνδυνος να πέσεις πάνω σε κανέναν «Θυρωρό της νύχτας», σαν εκείνον της Λιλιάνα Καβάνι με τους Ναζί και τα σαδομαζόχ». Αυτόν τον είχα ξεχάσει!
* Δημοσιεύθηκε στο BHmagazino την Κυριακή 17 Σεπτεμβρίου 2017.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ