Επειδή η πολιτική είναι εξαιρετικά απλή υπόθεση, εξίσου απλή υπόθεση είναι το μέλλον της Κεντροαριστεράς.
l Αν ανταποκριθεί σε συγκεκριμένες πολιτικές ανάγκες της σύγχρονης ελληνικής κοινωνίας, η ωραία συνεύρεση του Σαββατοκύριακου μπορεί να εξελιχθεί σε ελπιδοφόρα προσπάθεια.
l Αν δεν ανταποκριθεί και παραμείνει κάτι σαν reunion παλαιών πασόκων, θα συνεχίσει να βράζει στο ζουμί της.
Περιέργως το δίλημμα δεν είναι υπαρξιακό, ούτε παραταξιακό. Είναι απολύτως εθνικό.
Η Κεντροδεξιά ανασυγκροτήθηκε πλήρως, ο δεξιός και αριστερός λαϊκισμός οδεύουν σε στρατηγική ήττα, δεν γίνεται η χώρα να αφεθεί με ένα κουτσό πολιτικό σύστημα.
Ακόμη περισσότερο που χρειάζεται να έχουμε στο μυαλό μας τρία εξίσου απλά πράγματα.
Πρώτον, οι ψηφοφόροι δεν ψηφίζουν από νοσταλγία, ούτε από αναγνώριση, ούτε από κεκτημένη ταχύτητα.
Ψηφίζουν κατ’ αρχήν με θυμό. Και ύστερα επιλέγουν εκείνο που ανταποκρίνεται περισσότερο στις ελπίδες και στις προσδοκίες τους.
Στις επόμενες εκλογές τον θυμό θα τον εισπράξει όλον ο ΣΥΡΙΖΑ, καλορίζικος. Συνεπώς όποιος θέλει να έχει στον ήλιο μοίρα πρέπει να τοποθετηθεί στον χώρο της ελπίδας και της προσδοκίας.
Δεύτερον, είναι αστείο το 2017 να κουβεντιάζουμε για Δεξιά και Αριστερά, ακόμη πιο αστείο για «αντιδεξιά».
Μου θυμίζει μια μακροσκελή ανάλυση της «Αυγής» που έλεγε προ ημερών ότι οι «εαμογενείς» της Κεντροαριστεράς που δεν θέλουν τη Δεξιά θα σπρώξουν αναγκαστικά τη Φώφη προς τον ΣΥΡΙΖΑ.
Να υπενθυμίσω ότι το ΕΑΜ διαλύθηκε ουσιαστικά το 1945 και συνεπώς όσοι ήταν τότε έστω 15 ετών βαδίζουν σήμερα αισίως στο 87ο έτος της ηλικίας τους.
Ακόμη και όσοι πρόλαβαν να ζήσουν το μετεμφυλιακό κράτος της Δεξιάς υπερβαίνουν σήμερα τα 75 και βάλε.
Να τα εκατοστίσουν όλοι! Αλλά δεν ξέρω με ποιον τρόπο θα βάλουν πλάτη.
Διότι οι πολιτικές δυνάμεις δεν είναι μουσεία. Αυτοπροσδιορίζονται με όρους παρόντος και μέλλοντος –ούτε με το ΕΑΜ, ούτε με τον Ανδρέα που έχει πεθάνει εδώ και 21 χρόνια, ούτε με τη θεία μου τη Μελπομένη που ψήφιζε «Γέρο» και τη χάσαμε στο άνθος της ηλικίας της πριν πεντέξι δεκαετίες.
Αν γίνουν μουσεία, πεθαίνουν.
Τρίτον, τα ψώνια, οι παρεξηγημένοι και οι αδικαίωτοι είναι οι χειρότεροι μπελάδες στην πολιτική. Αφενός επειδή κοιτούν συνεχώς πίσω και αφετέρου επειδή κοιτούν διαρκώς τον καθρέφτη.
Θυμίζω με την ευκαιρία τι συμβούλευε ο Ρομπέρ Ερσάν, ο ιστορικός εκδότης της «Figaro»:
«Μη δίνεις ποτέ δεύτερη ευκαιρία σε κάποιον που σε πρόδωσε μια πρώτη φορά. Θα σε προδώσει πάλι. Οχι από κακία αλλά για να αποδείξει ότι την πρώτη φορά είχε δίκιο».
Νομίζω ότι είναι αρκετά σαφές τι εννοούν και ποιους εννοούν τα παραπάνω.
Τα υπόλοιπα δεν θέλουν και πολλή σκέψη, ούτε ιδιαίτερη εξυπνάδα. Κάθε νέα πολιτική προσπάθεια χρειάζεται όχι μόνο νέες ιδέες αλλά και νέα πρόσωπα. Εστω μια νέα γενιά στελεχών.
Αν κατάλαβα καλά κάτι τέτοιο δεν είναι στην ημερήσια διάταξη της Κεντροαριστεράς, η οποία κλείνει περισσότερο προς μια μεταβατική φάση και βλέπουμε.
Λάθος. Είτε φτιάχνεις κάτι νέο που είναι πραγματικά νέο, είτε κινδυνεύεις να ξεμείνεις με τα παλιά υλικά.
Από εκεί και πέρα είναι βέβαιο ότι έχουμε και δύο αισιόδοξες παραμέτρους.
Πρώτον, την ύπαρξη ακροατηρίου. Δεν ξέρω αν είναι 8%, 10% ή 12%, πάντως υπάρχει και δεν είναι για πέταμα.
Δεύτερον, το ακροατήριο αυτό περιλαμβάνει μερικά από τα καλύτερα, δημιουργικότερα και αξιότερα πρόσωπα και τμήματα της ελληνικής κοινωνίας.
Και τώρα που η «ριζοσπαστική Αριστερά» βαδίζει να συναντήσει το ένδοξο παρελθόν της στο νεκροταφείο των μεγάλων ψευδαισθήσεων, τώρα που η Ευρώπη όντως αλλάζει αλλά όχι όπως το εννοούσε ο Τσίπρας, δεν γίνεται η δημιουργική ελληνική κοινωνία να έχει ως μοναδική επιλογή τον Κυριάκο Μητσοτάκη.
Ανευ σημασίας

Είναι προφανές πως και οι κρίνοντες κρίνονται. Κρίνονται όμως με κριτήριο τον νόμο. Οχι με όρους δημοτικότητας ή σκοπιμότητας.

Οι δικαστικές αποφάσεις δηλαδή δεν υποχρεούνται να είναι αρεστές, αρκεί να γίνονται σεβαστές. Σε όποιον δεν αρέσουν μπορεί να διαφωνεί φωναχτά.
Ξέρετε γιατί; Επειδή το κράτος δικαίου δεν είναι το δίκαιο του κράτους.
Μόνο ανόητοι κατάλαβαν ότι το ΣτΕ αθωώνει φοροφυγάδες και απολύει σκουπιδιάρηδες. Τα δικαστήρια δεν ασκούν κοινωνική πολιτική.
Καλοδεχούμενοι λοιπόν οι κρίνοντες τους κρίνοντες. Αρκεί να καταλαβαίνουν τι λένε και να ξέρουν τι κρίνουν.
Αν είναι απλώς αστοιχείωτοι Πολάκηδες ή εξουσιομανείς Παππάδες, τότε οι κρίσεις τους δεν έχουν καμία σημασία.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ