Η δημοσιοποίηση του σχεδίου Προγράμματος Σπουδών για το μάθημα της Ιστορίας προκάλεσε τις συνήθεις αντιδράσεις στη δημόσια σφαίρα, αλλά ταυτόχρονα άνοιξε έναν ουσιαστικό διάλογο με δεκάδες εκπροσώπους πανεπιστημιακών τμημάτων, σχολικούς συμβούλους και εκπαιδευτικούς φορείς. Η συντριπτική πλειονότητα των συμμετεχόντων στον διάλογο συμφώνησε με τη φιλοσοφία και τις παιδαγωγικές αρχές του σχεδίου, ενώ εξέφρασε τις ανησυχίες της για την ορθή εφαρμογή του στις σχολικές τάξεις, δεδομένου ότι σήμερα Ιστορία διδάσκουν πολλοί ανειδίκευτοι εκπαιδευτικοί. Αλλωστε, όσα «επαναστατικά» εισηγείται η Επιτροπή είναι εδώ και δεκαετίες κοινός τόπος στα εκπαιδευτικά συστήματα των περισσότερων ευρωπαϊκών κρατών.
Ο διάλογος όμως αυτός αποκάλυψε για άλλη μια φορά και την κρίση αντιπροσώπευσης των εκπαιδευτικών. Οι συνδικαλιστικοί εκπρόσωποι των δασκάλων και των καθηγητών (ΔΟΕ και ΟΛΜΕ) δεν παρουσιάστηκαν, ούτε κατέθεσαν εγγράφως τις παρατηρήσεις τους, ενώ η Πανελλήνια Ενωση Φιλολόγων (ΠΕΦ) κατέθεσε και δημοσιοποίησε στον Τύπο ένα αφοριστικό κείμενο, το οποίο απέρριπτε συνολικά την πρόταση της Επιτροπής και χαρακτήριζε «ιδεοληπτικούς» τους επιστήμονες που συνέταξαν το πρόγραμμα. Μέσα από τις αλληλοαναιρούμενες και αντιφατικές κρίσεις, τόσο παιδαγωγικές όσο και ιδεολογικές (καθώς συνυπάρχει ο εθνοκεντρισμός με τη μαρξιστική θεώρηση της Ιστορίας), η ΠΕΦ υπερασπίζεται τη ζοφερή πραγματικότητα: το μοναδικό σχολικό εγχειρίδιο ως φορέα της ιστορικής αυθεντίας, τη μοναδική ιστορική ερμηνεία και, ως εκ τούτου, την αποστήθιση ή τουλάχιστον την αναπαραγωγή από τους μαθητές της μοναδικής οπτικής. Εκπλήσσει δυσάρεστα και το γεγονός ότι απορρίπτει τη δυνατότητα που για πρώτη φορά προσφέρεται στους έλληνες εκπαιδευτικούς να επιλέγουν –εννοείται βάσει κριτηρίων και μέσα από εγκεκριμένο εκπαιδευτικό υλικό –ορισμένα ιστορικά θέματα και πηγές λαμβάνοντας υπόψη τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά και τα ενδιαφέροντα των μαθητών και μαθητριών τους. Αυτή η παιδαγωγική ελευθερία, η οποία είναι εμπεδωμένη στα εκπαιδευτικά συστήματα του δημοκρατικού κόσμου, εδώ εκλαμβάνεται ως ασυδοσία αφού, όπως αναφέρεται, ο εκπαιδευτικός «μπορεί να διδάσκει ό,τι του είναι αρεστό και σύμφωνο με τις ιδεολογικές και πολιτικές του απόψεις» –διαπίστωση που προσβάλλει βάναυσα το παιδαγωγικό ήθος τουλάχιστον των φιλολόγων καθώς προέρχεται από το επιστημονικό τους όργανο. Πρέπει βεβαίως να σημειώσω, για να μην αδικήσω τον φιλολογικό κόσμο και ειδικά πολλούς και πολλές συναδέλφους που κάνουν εξαιρετική δουλειά μέσα σε αντίξοες συνθήκες, ότι το κείμενο αυτό δεν ανταποκρίνεται στους στοιχειώδεις όρους αντιπροσωπευτικότητας καθώς αποτελεί απόφαση ενός ολιγομελούς διοικητικού συμβουλίου. Είναι γνωστό ότι εδώ η ΠΕΦ δεν ακολούθησε ανοικτές διαδικασίες, δεν κάλεσε δηλαδή σε διάλογο τα μέλη της, ούτε απευθύνθηκε στους τοπικούς Συνδέσμους Φιλολόγων, πολλοί από τους οποίους είναι ιδιαίτερα ακμαίοι, αριθμούν εκατοντάδες μέλη και διαθέτουν ιστορικούς με σπουδές και παιδαγωγική κατάρτιση.
Η Επιτροπή που εκπόνησε το πρόγραμμα θεωρεί ότι έχουμε καθήκον να ακούμε κυρίως τη φωνή των παιδιών μας∙ των παιδιών που αποστρέφονται την Ιστορία μέσα στο σχολείο, ενώ τους συναρπάζει έξω και μετά από αυτό∙ επίσης, τα παράπονα των παιδιών μας που αναρωτιούνται πώς γίνεται να διδάσκονται Ιστορία από την Δ’ Δημοτικού μέχρι την Γ’ Λυκείου και να μη μαθαίνουν τίποτα για τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, το ναζισμό, τον Εμφύλιο, τον Ψυχρό Πόλεμο, τη δικτατορία κ.τ.λ. Πρέπει ταυτόχρονα να προβληματιστούμε τι σημαίνει αυτό για την ιστορική και πολιτική (με την ευρεία έννοια) συνείδηση των παιδιών μας ως αυριανών πολιτών να μαθαίνουν τα ιστορικά γεγονότα της σύγχρονης εποχής σερφάροντας στο Διαδίκτυο, όπου είναι διάχυτη η σαγήνη του φασισμού και οι θεωρίες συνωμοσίας. Σε αυτό ακριβώς το πλαίσιο εντάσσεται και η διασύνδεση της εθνικής ταυτότητας με τη δημοκρατική συνείδηση. Είναι αδιανόητο σε μια δημοκρατική κοινωνία να θεωρούνται αντιφατικές έννοιες το εθνικό με το δημοκρατικό και να καταδικάζεται ο πλουραλισμός των ταυτοτήτων ως διαλυτικός παράγοντας της εθνικής συνοχής.
Ενας επίσης κρίσιμος πυλώνας του νέου προγράμματος είναι η διεύρυνση του μαθήματος και πέρα από τα πολιτικά και στρατιωτικά γεγονότα. Ιστορία δεν είναι μόνο οι πόλεμοι και οι συνθήκες. Ιστορία είναι και η κοινωνία, η οικονομία, η παιδεία, η τέχνη, οι ιδέες, οι νοοτροπίες, η εργασία, η τεχνολογία. Ιστορία είναι οι άνθρωποι, όλοι οι άνθρωποι και όχι μόνο οι ηγέτες. Για να καταλάβουν τα παιδιά, ειδικά στο Δημοτικό, ότι η Ιστορία αφορά τα ίδια πρέπει πρώτα απ’ όλα να το ανακαλύψουν μέσα στις οικογένειές τους και στις τοπικές κοινωνίες. Είναι το ίδιο, για παράδειγμα, να μαθαίνουν γενικά και απρόσωπα για τις εκατοντάδες χιλιάδες μικρασιατών προσφύγων, αντί να το «ανακαλύπτουν» μέσα από την έρευνα της οικογενειακής τους ιστορίας ή της ιστορίας του χωριού και της πόλης, ξεφυλλίζοντας φωτογραφικά λευκώματα, εφημερίδες της εποχής ή παίρνοντας συνεντεύξεις από τους παππούδες τους;
Τα ευεργετικά αποτελέσματα μιας τέτοιας προσπάθειας χρειάζονται υποστηρικτικούς μηχανισμούς, ουσιαστική επιμόρφωση και βάθος τουλάχιστον πενταετίας για να γίνουν ορατά. Είναι σαφές ότι απαιτούν αλλαγή της παιδαγωγικής κουλτούρας των εκπαιδευτικών. Τέλος, χρειάζεται καλόπιστος διάλογος με επιστημονικούς και παιδαγωγικούς όρους. Χρειάζεται όμως ταυτόχρονα και ευρεία κοινωνική συναίνεση, περιθωριοποίηση των κραυγών του ανέξοδου λαϊκισμού και της εθνικιστικής ρητορείας. Ολοι έχουν άποψη για την Ιστορία αλλά, επιτέλους, ας αποφασίζουν οι ειδικοί. Αρκετές πολιτικές και συνδικαλιστικές καριέρες έχουν χτιστεί ή καταστραφεί πάνω σε αυτό το πολύπαθο μάθημα.
Ο κ. Αγγελος Παληκίδης είναι επίκουρος καθηγητής Διδακτικής της Ιστορίας στο Δημοκρίτειο Πανεπιστήμιο Θράκης, μέλος της Επιτροπής Προγράμματος Σπουδών Ιστορίας.