Μετά και το πρόσφατο δημοψήφισμα στη γειτονική Τουρκία τέθηκαν οι βάσεις για τη δημιουργία ενός πολιτικού συστήματος στο οποίο θα ηγεμονεύουν εσαεί οι τουρκοσουνιτικές κοινωνικές και πολιτικές δυνάμεις, περιθωριοποιώντας περαιτέρω τους μη συστημικούς Κούρδους και Αλεβίτες καθώς και όλες τις άλλες μειονοτικές ομάδες και φιλελεύθερες φωνές.Το νέο σύνταγμα θα είναι χειρότερο και από αυτό του δικτάτορα Κενάν Εβρέν των αρχών της δεκαετίας του 1980.

Η χώρα έχει εδώ και μήνες κηρυχθεί σε κατάσταση έκτακτης ανάγκης ενώ προετοιμάζεται πυρετωδώς για εκτεταμένες πολεμικές επιχειρήσεις στη Μέση Ανατολή. Οι εκκαθαρίσεις στην τουρκική κρατική μηχανή συνεχίζονται εντατικά ενώ σύντομα θα επεκταθούν και στο εσωτερικό του κυβερνητικού κόμματος ΑΚΡ, μετά την επιστροφή του Ρ.Τ Ερντογάν στην ηγεσία του. Επίσης θα πρέπει να αναμένονται ριζικές ανακατατάξεις και στο τουρκικό ΥΠΕΞ.

Οι εξελίξεις στην Τουρκία το τελευταίο διάστημα δεν αφήνουν καμιά αμφιβολία, ακόμη και στους πιο καλόπιστους στην Ελλάδα και στη Δύση γενικότερα, για τον χαρακτήρα του καθεστώτος και τις πραγματικές επιδιώξεις του στη Μέση Ανατολή, στη Μικρά Ασία και στην ανατολική Μεσόγειο.

Προσπαθώντας να περιγράψουμε συνοπτικά την κατάσταση, μπορούμε να πούμε τα εξής. Το τουρκικό «βαθύ κράτος» και οι πολιτικές του βιτρίνες–κόμματα, ισλαμικά και κεμαλικά, επιθυμούν και επιδιώκουν τα εξής:

α) Την αποτροπή δημιουργίας ανεξάρτητου κουρδικού κράτους στη Βόρεια Συρία και στο Βόρειο Ιράκ. Για αυτό και υποστηρίζουν τηδιατήρηση της ενότητας αυτών των δύο χωρών. Διαφορετικά η μεγαλοϊδεατική τουρκική ηγεσία θεωρεί πως αυτά τα εδάφη θα πρέπει να περάσουν στη δικαιοδοσία της ως πρώην «οθωμανική επικράτεια». Οι στρατιωτικές επιχειρήσεις των τελευταίων μηνών και οι πρόσφατες τουρκικές αεροπορικές επιθέσεις κατά κουρδικών θέσεων καθώς και η μαζική συγκέντρωση στρατευμάτων στα σύνορα με Συρία και Ιράκ αποτελούν αδιάψευστες ενδείξεις αυτής της πολιτικής. Επίσης η σχετική προπαγανδιστική εκστρατεία των πλήρως ελεγχόμενων τουρκικών ΜΜΕ αποτελεί επιπλέον επιβεβαίωση των τουρκικών προθέσεων. Όμως περαιτέρω στρατιωτική εμπλοκή του τουρκικού κράτους στην περιοχή θα αποδυναμώσει περισσότερο τον κρατικό μηχανισμό και ιδιαίτερα τις ένοπλες δυνάμεις ενώ θα ενισχύσει το αντιπολεμικό κίνημα και τον διχασμό στο εσωτερικό.Επιπλέον υπάρχει ο κίνδυνος η Τουρκία να έρθει αντιμέτωπη με το Ιράν, ενώ οι κουρδικές ομάδες δεν πρόκειται ποτέ να αποδεχθούν την τουρκική πολιτική και θα συνεχίσουν να αγωνίζονται μέχρι τελικής δικαίωσης.

β) Η τουρκική κυβέρνηση επιδιώκει την καταστροφή όλων των μη ελεγχόμενων από το βαθύ κράτος κουρδικών πολιτικών δικτύων μέσα στην Τουρκία. Εδώ και μήνες χιλιάδες στελέχη του φιλελεύθερου και φιλοκουρδικού HDP βρίσκονται στη φυλακή μαζί με βουλευτές και τους δύο συμπροέδρους. Υπό αυτές τις συνθήκες είναι σχεδόν αδύνατο το εν λόγω κόμμα να αναπτύξει επιτυχώς οποιαδήποτε αποτελεσματική πολιτική δραστηριότητα. Παράλληλα το τουρκικό βαθύ κράτος προωθεί την ανάδειξη νέων, ισλαμικών κουρδικών οργανώσεων, φίλα προσκείμενων στον Ρ.Τ Ερντογάν και στο ΑΚΡ. Στόχος είναι η πλήρης πολιτική περιθωριοποίηση του HDP και η αντικατάστασή του με τις ισλαμικές κουρδικές οργανώσεις. Αυτή η μυωπική πολιτική της τουρκικής ηγεσίας στενεύει τα περιθώρια διαλόγου και πολιτικής επίλυσης του προβλήματος, οδηγώντας περισσότερους νέους Κούρδους στη ριζοσπαστικοποίηση και στη χρήση βίας για την επίτευξη των πολιτικών τους στόχων. Έτσι το ΡΚΚ βγαίνει ακόμα πιο ενισχυμένο σε ανθρώπινο δυναμικό και σε νομιμοποίηση εντός της κουρδικής εθνότητας. Πρέπει επίσης να τονιστεί ότι τους τελευταίους μήνες οι εφημερίδες του δυτικού κόσμου στη συντριπτική τους πλειοψηφία έχουν πάψει να χαρακτηρίζουν το ΡΚΚ τρομοκρατική οργάνωση. Το αναφέρουν είτε ως «Εργατικό Κόμμα Κουρδιστάν» ή ως «Κούρδοι ριζοσπάστες». Πρόκειται για σαφέστατη ένδειξη αυξάνουσας διεθνούς νομιμοποίησης της εν λόγω οργάνωσης. Επιπλέον ο αγώνας του ΡΚΚ εναντίον του ΙΣΙΣ του παρείχε μεγαλύτερη νομιμοποίηση, ενώ από την άλλη η ταύτιση της Τουρκίας στα μάτια της διεθνούς κοινής γνώμης με την ισλαμική τρομοκρατία την κατέστησαν στόχο δριμείας κριτικής. Αντί το τουρκικό κράτος να καθίσει στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων με την κουρδική ηγεσία, επέλεξε τον δρόμο του πολέμου και της καταστροφής. Αυτός όμως είναι ένας αδιέξοδος δρόμος. Η δημογραφική, κοινωνική και πολιτική δυναμική του κουρδικού πληθυσμού αλλά και η διεθνής συγκυρία δεν ευνοούν «λύσεις»παρόμοιες με αυτές που επιβλήθηκαν στους Αρμένιους και στους Έλληνες της Μικράς Ασίας στις αρχές του 20ου αιώνα…

γ) Το τουρκικό κράτος επιδιώκει τον έλεγχο και την αντιστροφή του κοινωνικού ρεύματος που ζητά φιλελευθεροποίηση και εμπνέει εκατομμύρια νέους, κυρίως Αλεβίτες και Κούρδους, αλλά και πάρα πολλούς εκκοσμικευμένους Τούρκους πολίτες των δυτικών και νότιων παράλιων περιφερειών. Έτσι συνεχίζονται οι εκκαθαρίσεις στον ακαδημαϊκό χώρο και ιδιαίτερα στις κοινωνικές επιστήμες, στις τέχνες, στη δημοσιογραφία και στους χώρους του κοινωνικοπολιτικού ακτιβισμούκαι των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, όπου καλλιεργούνται δημοκρατικές και φιλελεύθερες ιδέες που εμπνέουν ιδιαίτερα μεγάλα στρώματα της νεολαίας. Δεν είναι τυχαίο ότι εντός του κυβερνητικού ΑΚΡ υπάρχει η εκτίμηση, μετά και το πρόσφατο δημοψήφισμα, ότι το ισλαμικό κόμμα έχει χάσει σημαντικό μέρος της υποστήριξής του από πολίτες νεαρής ηλικίας.Οι μαζικές πολιτικές διώξεις δημιουργούν χιλιάδες νέους αντικαθεστωτικούς εντός και εκτός Τουρκίας, τμήματα των οποίων ενδεχομένως να ριζοσπαστικοποιηθούν.

δ) Υπό εξέλιξη βρίσκεται η πλήρης εκκαθάριση του κρατικού και κομματικού μηχανισμού από στελέχη της επιρροής του διεθνούς δικτύου Φ.Γκιουλέν και η αντικατάσταση τους με εθνικιστές και ισλαμιστές προσκείμενους στον Ρ.Τ Ερντογάν. Επίσης το καθεστώς διαλύει όλα τα μη ελεγχόμενα κοινωνικά δίκτυα δραστηριότητας και επαφής με τον δυτικό κόσμο. Έτσι περιορίζει τις δυνατότητες ξένων κρατών να ασκούν επιρροή στο εσωτερικό της επικράτειάς του. Η Τουρκία γίνεταιπερισσότερο κλειστή ιδεολογικά, ισλαμοεθνικιστική και διεκδικητική. Παρόλα αυτά το δίκτυο Γκιουλέν είναι ακμαίο και δυναμικό στο εξωτερικό και ασκεί αντικαθεστωτική πολιτική στις πρωτεύουσες μεγάλων ξένων κρατών. Επίσης δεν είναι ακόμα βέβαιο πως θα αντιδράσει και τι ρόλο θα διαδραματίσει το επόμενο διάστημα, σε περίπτωση που η Τουρκία αποσταθεροποιηθεί περαιτέρω.

ε) Η τουρκική κυβέρνηση επιθυμεί να καταστήσει τη χώρα διεθνές κέντρο μεταφοράς ενέργειας προς την Ευρώπη. Οι Τούρκοι ιθύνοντες εκτιμούν πως μια τέτοια κοσμογονική εξέλιξη θα μετατρέψει την Τουρκία σε υπερδύναμη και ισότιμο παίκτη με τα άλλα μεγάλα κράτη του διεθνούς συστήματος. Ελέγχοντας τη ροή πετρελαίου και φυσικού αερίου από τον Καύκασο και τη Μέση Ανατολή προς τη Δύση, το τουρκικό καθεστώς θα μπορεί να απειλεί και να αυξάνει τις παράλογες διεκδικήσεις του. Η πρόσφατη πικρή εμπειρία με τις τουρκικές απειλές περί αποστολής εκατομμυρίων προσφύγων στην Ε.Ε αποτελεί μόνο μια μικρή ένδειξη του μαφιόζικου, τυχοδιωκτικού τρόπου σκέψης και δράσης πολλών τμημάτων της τουρκικής πολιτικής ελίτ και γραφειοκρατίας.Είναι σαφές ότι η ανάδειξη της Τουρκίας σε ρυθμιστή της ροής ενέργειας προς τον δυτικό κόσμο θα συνιστούσε αυτοκτονία για τις ευρωπαϊκές βιομηχανικές ελίτ και τα κράτη. Επιπλέον θέτει σε κίνδυνο τα συμφέροντα των ΗΠΑ.

στ) Η παρούσα κυβέρνηση αυτοπροβάλλεται ως προστάτης και ηγέτης όλων των μουσουλμάνων του κόσμου, αναπτύσσοντας έντονα αντιδυτική ρητορική και πρακτικές. Με αυτό τον τρόπο πιστεύει πως θα ενισχύσει τον διεθνή ρόλο της και θα διευρύνει τα περιθώρια διπλωματικών ελιγμών .Απευθυνόμενη σε ισλαμικά ακροατήρια κυρίως της Μέσης Ανατολής, μονίμως κατηγορεί τη Δύση για την υστέρηση των μουσουλμανικών κρατών και κοινωνιών. Καλλιεργεί την ταξικο-θρησκευτική συνείδηση του «φτωχού και καταπιεσμένου μουσουλμάνου». Αξίζει να σημειωθεί ότι η ρητορική της αυτή έχει αρκετά κοινά με την αντίστοιχη ρητορική της ευρωπαϊκής αριστεράς και τμημάτων της κεντροαριστεράς. Όμως ο αραβικός κόσμος δεν βλέπει την Τουρκία με αυτό το μάτι, αντίθετα είναι εξαιρετικά επιφυλακτικός απέναντί της και δεν πρόκειται να της επιστρέψει να ηγεμονεύσει στον σουνιτικό ισλαμικό κόσμο. Άλλωστε το Κοράνι γράφτηκε στα αραβικά και όχι στα τουρκικά…

ζ) Το τουρκικό κράτος επιδιώκει την περαιτέρω αλλοίωση των δημογραφικών ισορροπιών της χώρας υπέρ των συντηρητικών σουνιτών μουσουλμάνων. Για αυτό επιθυμεί και επιδιώκει διακαώς την απελευθέρωση της βίζας προκειμένου να εκκενώσει τη χώρα από τις κοινωνικές δυνάμεις που επιδιώκουν φιλελευθεροποίηση και ουσιαστικό εκδημοκρατισμό, εξωθώντας τες σε νόμιμη μετανάστευση προς χώρες της Ε.Ε. Επιπλέον σχεδιάζει την πολιτογράφηση εκατοντάδων χιλιάδων σουνιτών Σύριων προσφύγων καθώς και προσφύγων από το Αφγανιστάν οι οποίοι είναι εγκλωβισμένοι στο Ιράν. Σχεδιάζει να τους εγκαταστήσει σε περιοχές όπου πλειοψηφούν αντισυστημικοί Κούρδοι και Αλεβίτες προκειμένου να αλλοιώσει τις δημογραφικές ισορροπίες, να αναδιαμορφώσει τις εκλογικές περιφέρειες και τα εκλογικά αποτελέσματα.Με λίγα λόγια το καθεστώς επιδιώκει τη δημιουργία μιας πιο σουνιτικής κα τουρκικής Ανατολίας. Όμως αυτή η πολιτική θα τροφοδοτήσει τα εσωτερικά κοινωνικά, εθνοτικά και θρησκευτικά ρήγματα και τις πρακτικές βίαιης εσωτερικής αντιπαράθεσης, ενισχύοντας τις αποσχιστικές τάσεις.

Θα αποτελούσε μεγάλη έκπληξη αν η τουρκική κυβέρνηση έκανε θεαματική στροφή και αποφάσιζε να απελευθερώσει τον ηγέτη του κουρδικού κινήματος Αμπντουλάχ Οτσαλάν και να διαπραγματευθεί μαζί του. Κάτι τέτοιο θα ανέτρεπε τις μέχρι τώρα προβλέψεις και εκτιμήσεις και θα αναδιαμόρφωνε τις παραμέτρους του «προβλήματος Τουρκία»…

Ο κ. Νίκος Κ. Μιχαηλίδης είναι διδάκτορας ανθρωπολογίας του πανεπιστημίου Princeton και διεξάγει επιτόπια έρευνα στην Τουρκία.