Παρά την αποτροπή του ακροδεξιού κινδύνου στην Ολλανδία, η ευρωπαϊκή προοπτική παραμένει επισφαλής. Οι οικονομικές προβλέψεις έχουν βελτιωθεί, αντανακλώντας μια γενικευμένη ανοδική τάση στην παγκόσμια οικονομία. Η αμερικανική οικονομία αναπτύσσεται με γοργούς ρυθμούς οδηγώντας την κεντρική τράπεζα να επιταχύνει τις αυξήσεις των επιτοκίων. Οι φόβοι αστάθειας στην Κίνα έχουν υποχωρήσει ενώ η οικονομία προσαρμόζεται σε ένα καινούργιο αναπτυξιακό μοντέλο, με λιγότερη εξάρτηση στις εξαγωγές. Η Ιαπωνία αρχίζει να ανταποκρίνεται στη χαλαρότερη νομισματική που εφαρμόζεται ενώ το οικονομικό κλίμα στην Ευρώπη βελτιώνεται λόγω της παγκόσμιας οικονομικής ανάκαμψης, δεδομένου ότι η ευρωπαϊκή οικονομία είναι ιδιαίτερα ανοικτή. Τέλος, η Βραζιλία και η Ρωσία ξεπερνούν την κρίση και επιστρέφουν σε θετικούς ρυθμούς ανάπτυξης.
Ομως οι κίνδυνοι είναι κυρίως πολιτικοί. Η λαϊκίστικη ρητορική του νέου προέδρου των ΗΠΑ Ντόναλντ Τραμπ, με έμφαση στις φορολογικές μειώσεις και στην απελευθέρωση των αγορών, μπορεί να συνέβαλε στη βελτίωση του κλίματος αλλά η σχεδιαζόμενη οικονομική πολιτική είναι επικίνδυνη. Η αύξηση των δημοσιονομικών ελλειμμάτων δεν συγχρονίζεται με την οικονομική συγκυρία και είναι πιθανό να οδηγήσει σε υπερθέρμανση παρακινώντας την κεντρική τράπεζα σε μεγαλύτερες αυξήσεις επιτοκίων. Αυτό θα έτεινε να αυξήσει την ισοτιμία του δολαρίου ενισχύοντας το εθνικιστικό στοιχείο του οικονομικού λαϊκισμού, δηλαδή τον προστατευτισμό. Οι εμπορικοί πόλεμοι, πέρα από τη ζημιά που θα προκαλέσουν στην ανάπτυξη, θα υπονομεύσουν, αν δεν κατεδαφίσουν, τις παγκόσμιες οικονομικές ρυθμίσεις που εδραιώθηκαν μετά το τέλος του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου και στήριξαν την ευημερία στη διάρκεια της μεταπολεμικής εποχής.
Επιπλέον, οι πολιτικές αβεβαιότητες στην Ευρώπη, ιδιαίτερα σε ό,τι αφορά την έκβαση των γαλλικών προεδρικών εκλογών, τη συνεχιζόμενη πολιτική και χρηματοοικονομική αστάθεια στην Ιταλία και την ενδεχόμενη επανεμφάνιση της κρίσης στην Ελλάδα σε συνδυασμό με τον κίνδυνο Grexit μπορούν να εκτροχιάσουν την ευρωπαϊκή οικονομική ανάκαμψη. Μεταξύ αυτών των κινδύνων, ο πιο σοβαρός είναι η εκλογική νίκη της αρχηγού του Εθνικού Μετώπου Μαρίν Λεπέν καθώς μπορεί να ανοίξει τον δρόμο για έξοδο της Γαλλίας από την ευρωζώνη και, ίσως, από την Ευρωπαϊκή Ενωση (ΕΕ), δημιουργώντας συνθήκες συστημικής διάλυσης με ευρύτερες πολιτικές προεκτάσεις.
Οι ευρωπαίοι ηγέτες δεν έχουν κατά την τρέχουσα περίοδο άλλη επιλογή από το να παραμείνουν σε εγρήγορση έως την ολοκλήρωση του εκλογικού κύκλου τον Οκτώβριο με την εκλογή του νέου γερμανού καγκελάριου. Στη συνέχεια, και με την προϋπόθεση ότι θα έχει εκλεγεί ένας φιλοευρωπαίος πρόεδρος στη Γαλλία, η ΕΕ θα πρέπει να κινηθεί γρήγορα για να βάλει τάξη στα του οίκου της ώστε να είναι σε θέση να αντιμετωπίσει αποτελεσματικότερα τη λαϊκίστικη πρόκληση στο εσωτερικό της και τις απειλές που προέρχονται από το εξωτερικό. Αυτές εξαρτώνται κυρίως από τον βαθμό που ο Ντόναλντ Τραμπ θα προωθήσει την εθνικιστική ατζέντα του, ιδιαίτερα σε ό,τι αφορά το εμπόριο και την ασφάλεια.
Οι ευρωπαϊκές χώρες πρέπει να ενισχύσουν τη θέση τους ολοκληρώνοντας την ημιτελή κατασκευή της νομισματικής ένωσης και αναβαθμίζοντας τις δομές της κοινής άμυνας, ώστε να αποτρέψουν την αποδιάρθρωση του μεταπολεμικού συστήματος διεθνούς οικονομικής και πολιτικής συνεργασίας και να υποστηρίξουν τα θεμέλια της παγκόσμιας ειρήνης και ευημερίας.
Οι καιροί είναι κρίσιμοι. Ο πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής Ζαν-Κλοντ Γιούνκερ πρότεινε την επιλογή μεταξύ πέντε διαδικασιών ενδυνάμωσης της ΕΕ, εν όψει της Συνόδου του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου στις 25 Μαρτίου στη Ρώμη. Εξαιρώντας τις επιλογές «αδράνειας», δηλαδή της συνέχισης της πεπατημένης, η Ευρώπη θα πρέπει να αποφασίσει να προχωρήσει είτε «με όλους μαζί» είτε στο πλαίσιο ομάδων διαφορετικών ταχυτήτων.
Καμία από τις δύο επιλογές δεν είναι εξ ολοκλήρου εφικτή. «Ολοι μαζί» δεν συμφωνούν, ούτε για την κατεύθυνση ούτε την εμβέλεια των αλλαγών, ενώ ο ελάχιστος κοινός παρονομαστής ισοδυναμεί με στασιμότητα. Από την άλλη πλευρά, ο διαχωρισμός σε ομάδες διαφορετικών ταχυτήτων θα οδηγήσει σε ανταγωνιστικές σχέσεις ενισχύοντας τις φυγόκεντρες τάσεις, με τελική κατάληξη τη διάσπαση.
Αναπόφευκτα η Ευρώπη, αν θέλει να προχωρήσει και να επιβιώσει ως παγκόσμια δύναμη, θα συνδυάσει στοιχεία και από τις δύο προσεγγίσεις. Από το τέλος του 2017 θα αρχίσει μια μεγάλη διαπραγμάτευση για τη διαμόρφωση του νέου σχήματος και ιδιαίτερα τη σχετική δύναμη της ενιαίας κεντρικής δομής και των ομάδων που θα τη συμπληρώνουν. Ακολούθως θα τεθεί το θέμα της κατανομής των χωρών-μελών στις θέσεις που θα προβλέπει το νέο σχήμα.
Η Ελλάδα το 2000 κατόρθωσε με τεράστια προσπάθεια να ενταχθεί στον σκληρό πυρήνα της Ευρώπης, την Οικονομική και Νομισματική Ενωση. Σήμερα, το κεκτημένο αυτό αμφισβητείται. Από την κορυφή βρεθήκαμε στους πρόποδες του βουνού. Επιπλέον, η χώρα είναι εξασθενημένη, βυθισμένη στην ύφεση, με την αξιολόγηση του προγράμματος διάσωσης στον αέρα. Η αξιοπιστία της έχει καταρρεύσει παρασύροντας και την ικανότητα να διεκδικήσει τη θέση που θα αναλογούσε στο δυναμικό, στη γεωπολιτική θέση και στην ιστορία της.
Αν μέχρι το τέλος του 2017 δεν έχουν δημιουργηθούν οι οικονομικές και πολιτικές συνθήκες για την ανόρθωση της χώρας, υπάρχει κίνδυνος εθνικής υποβάθμισης που δεν θα είναι αναστρέψιμη. Οι πολιτικές δυνάμεις θα πρέπει να αναλογιστούν τις ευθύνες τους.
Πρώην υπουργός, πρόεδρος του Κέντρου Ερευνών Προοδευτικής Πολιτικής