Οπως γνωρίζουν οι πάντες, στις 23 Φεβρουαρίου 1917, ταραχές ξέσπασαν στην Πετρούπολη, πρωτεύουσα της τότε Ρωσίας. Αυτές άρχισαν στο Βύμποργκ, περιοχή εργατική και σύμφωνα με πρότυπα «παλιά όσο η Ευρώπη», και αιτίες τους υπήρξαν, φαινομενικώς, οι ελλείψεις των τροφίμων και οι μεγάλες τιμές τους.


Η Πετρούπολη είναι πόλη γοητευτική μα και παράξενη: χτισμένη πάνω σε δέλτα ποταμού, έχει ­ σύμφωνα με την παράδοση ­ θεμελιωθεί πάνω σε κόκαλα ανθρώπινα. Οπως και να είναι, πάντως, αναμφισβήτητο παραμένει ότι, παρά την παράδοση στις ταραχές (για την οποία και σήμερα επαίρονται οι κάτοικοί της), δεν προσφερόταν σε εξεγέρσεις, όπως π.χ. η Μόσχα. Πράγματι, το διοικητικό κέντρο της πόλης και, συνακολούθως, της αυτοκρατορίας μπορούσε ευχερώς να απομονωθεί από τις συνοικίες αν τα γεφύρια ελέγχονταν από δύναμη αποφασισμένη να τα κρατήσει· επιπλέον, μπορούσε να γίνει και το αντίστροφο, να απομονωθεί δηλαδή η εστία της αναταραχής.


Ολα αυτά τα ήξεραν όσοι πήραν μέρος τότε στο ξεσήκωμα ­ και, αν δεν τα ήξεραν, τα διαισθάνονταν: Πώς θα περνούσαν τα γεφύρια; Και αν οι Κοζάκοι άρχιζαν επελάσεις κατά του πλήθους με τη θεαματικότητα αλλά και την αγριότητα που έγιναν, ίσαμε τις μέρες μας, ξακουστές χάρη στον «Δόκτορα Ζιβάγκο» του Πάστερνακ και τα κινούμενα σχέδια του Σπίλμπεργκ;


Με λίγα λόγια, το κλειδί της υπόθεσης ήταν το ποτάμι και οι Κοζάκοι· μάλιστα τον πιο υπολογίσιμο παράγοντα αποτελούσαν οι δεύτεροι. Συνήθως ήταν «παλαιόπιστοι»· απέρριπταν τις μεταρρυθμίσεις που είχαν γίνει στη Ρωσική Εκκλησία και συχνά, σε εκδήλωση της απαρασάλευτης ορθόδοξης πίστης τους, άφηναν γενειάδες ­ διότι δεν έπρεπε να αλλάζει κανείς το πρόσωπο που του έδωσε ο Θεός. Υπαρξιακώς αποστρέφονταν οτιδήποτε δεν εντασσόταν στη σφαίρα του χριστιανισμού της Ανατολής: όσον αφορά τις χαρακτηριστικές προσωπικότητές τους, θα μπορούσε κανείς να πει πως ο αλησμόνητος «Τάρας Μπούλμπα» se non e vero, e ben trovato.


Και όμως… εκείνες τις Μέρες που άλλαξαν τον κόσμο έγιναν πράγματα φαινομενικώς ασήμαντα μα, στην ουσία, με επιπτώσεις βαρύτατες. Οι διαδηλωτές, πράγματι, δεν χρειάστηκε να διαβούν γεφύρια· ο Νέβας ήταν ακόμη παγωμένος και ­ απλούστατα ­ πέρασαν πάνω του. Ακόμη, μόλις έφθασαν στην αντίπερα όχθη, την «όχθη των ισχυρών», οι Κοζάκοι όρμησαν εναντίον τους, μα, καθώς τους έφθαναν, ελάττωναν τον τροχασμό, χαμογελούσαν στο πλήθος και… περνούσαν ανάμεσά του προσεκτικά, μη τυχόν και πατήσουν κανέναν!


Τι γινόταν; Πώς είχε γίνει η εξέγερση μέσα στον χειμώνα, ενόσω το ποτάμι ήταν παγωμένο; Τι είχε συμβεί με τους Κοζάκους; Τους είχαν γοητεύσει οι διαδηλωτές; Είχαν αιφνιδίως απορρίψει την παραδοσιακή ιδεολογία τους;


Πολλές απαντήσεις μπορούν να δοθούν στα ερωτήματα αυτά και πολλές ερμηνείες των συμβάντων να γίνουν. Στα πλαίσια πάντως της πειστικότερης εικασίας, η οποία πλαισιώνεται από ενδείξεις ισχυρές, σχεδόν τα πάντα επικεντρώνονται σε πρόσωπο μυθιστορηματικό, ξεχασμένο πια σήμερα, τον ανεπανάληπτο Parvus ­ παρατσούκλι που προσφυώς θα αποδιδόταν στα ελληνικά ως Μικρούλης.


Για τον Μικρούλη έχουν γράψει πολλοί, αλλά οι σχετικές πληροφορίες είναι αποσπασματικές. Συνεπώς, πρέπει κανείς να αναδιφήσει πολλά προτού βρεθεί σε θέση να έχει μια ­ κατά το δυνατόν ­ πλήρη εικόνα αυτής της μυθιστορηματικής μορφής.


Είχε γεννηθεί στη Ρωσία, της οποίας όμως απεχθανόταν την όλη πνευματική και κοινωνική δομή. Οταν, το 1905, ξέσπασε η πρώτη επανάσταση, ανέλαβε, μαζί με τον Τρότσκι, πρωταρχικό ρόλο στην οργάνωση και στη «διεξαγωγή των επιχειρήσεων» στην Πετρούπολη. Τα σχετικά προσόντα του αναδείχθηκαν έξοχα· από την άλλη όμως πλευρά, άτομο με ιδιαίτερα πρακτικό χαρακτήρα, παρασυρόταν από την πραγματικότητα: όπως θα έλεγε και πασίγνωστος νεοέλλην συγγραφεύς, αφέθηκε να γίνει βεντέτα. Τη συνέχεια εύκολα θα μπορούσε να την προβλέψει κανείς: μετά την κατάρρευση της όλης προσπάθειας, τον έπιασαν και τον έστειλαν στη Σιβηρία.


Η Σιβηρία δεν ήταν τότε όπως κατά την περίοδο πριν και μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο: οι εξόριστοι είχαν ανέσεις και, το κυριότερο, τη δυνατότητα να φύγουν, όποτε ήθελαν στην ουσία. Ετσι, ο Parvus δραπέτευσε και μετά η σταδιοδρομία του υπήρξε εκπληκτική: υπήρξε ο πρώτος που, με ταχύτητα, κατανόησε τη βασική ιδιομορφία της ευρωπαϊκής πολιτικής πραγματικότητας· το σοσιαλιστικό κίνημα πράγματι μπορούσε ευκολότερα να αναπτυχθεί σε μοναρχίες της Κεντρικής και της Νοτιοανατολικής Ευρώπης, στη Γερμανία, στην Αυστροουγγαρία, ιδίως στη Βουλγαρία αλλά και στην Οθωμανική αυτοκρατορία, παρά στη Γαλλία και στη Βρετανία.


Κάτι ανάλογο είχε πει και ο Μαρξ, ο οποίος ­ όπως λέγεται ­ είχε προβλέψει την έκρηξη της σοσιαλιστικής επανάστασης στη Γερμανία. Ο Μικρούλης όμως υπήρξε εκείνος ο οποίος έδωσε σαφές πολιτικό περίβλημα στην όλη άποψη. Πράγματι, τόσο στη Γερμανία όσο και στην Αυστροουγγαρία υπήρχαν μοναρχίες αυταρχικές μα και κοινοβούλια όπου τον τόνο έδιναν οι δυνάμεις της Αριστεράς. Συνεπώς, από τη λανθάνουσα έστω σύγκρουση του στέμματος με το κοινοβούλιο πολλά μπορούσαν να προκύψουν. Επιπλέον, στη μεν Βουλγαρία κυριαρχούσαν επίσης απόψεις αριστερές, ενώ στην Οθωμανική αυτοκρατορία οι Νεότουρκοι ήταν πρόθυμοι να ακούσουν και εν πολλοίς να υιοθετήσουν τις απόψεις του.


Ετσι, ο Μικρούλης, κάνοντας επιχειρήσεις και δίνοντας συμβουλές πότε θεωρητικές και πότε πρακτικές, έγινε πάμπλουτος· επιπλέον, με ισχυρή δόση «χαριτωμένου» κυνισμού, απολάμβανε την επίδειξη των χρημάτων του. Υπερβολικά παχύς ­ ο Λένιν φαίνεται πως σοκαριζόταν καθώς τον έβλεπε ­, με μανικετόκουμπα από πολύτιμες πέτρες και χρυσάφι, ντυμένος με πανάκριβα υφάσματα, αποτελούσε χαρακτηριστική εικόνα κεφαλαιοκράτη, εχθρού του λαού. Και όμως… αυτός ο άνθρωπος ετοίμαζε τη μεγαλύτερη σοσιαλιστική εξέγερση στην Ιστορία.


Πράγματι, αποδεικνύοντας ακόμη μία φορά ότι, κατά κανόνα, η υλική ισχύς εξυπηρετεί μεγάλους πνευματικούς σκοπούς και όχι το αντίστροφο, έθεσε την πολύπλευρη, πολυτάλαντη προσωπικότητά του στην υπηρεσία της προσπάθειας κατάλυσης του ρωσικού κράτους. Αφότου άρχισε ο Α’ Παγκόσμιος Πόλεμος, οι γερμανοί ιθύνοντες τον άκουγαν με ενδιαφέρον: αν η Ρωσία καταστρεφόταν και έπαυε να είναι υπολογίσιμος παράγοντας, τότε η νίκη στο δυτικό μέτωπο, κατά της Γαλλίας και της Βρετανίας, φαινόταν εξασφαλισμένη. Στον Μικρούλη όμως χρειαζόταν ο Λένιν; Ασκητικός, σφιγμένος πάντοτε αυτός ο τελευταίος, ήταν ο μόνος ο οποίος, λόγω της απαρασάλευτης προσήλωσής του στην ιδέα της επανάστασης, θα μπορούσε να συσπειρώσει τις σοσιαλιστικές μάζες και να τις οδηγήσει στη νίκη.


Δυστυχώς, ο Λένιν δεν τον άκουγε. Τον φοβόταν και εν πολλοίς τον υποψιαζόταν έτσι πληθωρικό που τον έβλεπε, με υψηλές σχέσεις και βαρύγδουπες διασυνδέσεις. Δεν ήθελε να σπιλώσει την τιμή του έχοντας συνεργασία με τέτοιο πρόσωπο, διότι ­ όπως σωστά πίστευε ο Βλαντιμίρ Ιλιτς ­ κύριο προσόν ενός επαναστάτη είναι η τιμή του. Ο Μικρούλης πήρε λοιπόν την απόφαση να προχωρήσει μόνος του…


… Και άνοιξε στην Κοπεγχάγη, πρωτεύουσα χώρας ουδέτερης, γραφείο εισαγωγών – εξαγωγών, που εφοδίαζε και τις δύο εμπόλεμες παρατάξεις. Κατόρθωσε έτσι να περάσει χρήματα σε δικηγόρους της Πετρούπολης, οι οποίοι, με τη σειρά τους, προώθησαν κεφάλαια «επαναστατικής χρήσης» σε εργάτες ικανούς να προξενήσουν αναταραχή. Κατά πάσα πιθανότητα, κάποια από αυτά έφθασαν και σε αξιωματικούς των Κοζάκων. Με τον τρόπο αυτόν στήθηκε ο καμβάς των γεγονότων του Φεβρουαρίου… μόνο που ο Λένιν δεν ήταν εκεί και η εξουσία περιήλθε σε ανθρώπους σαν τον Κερένσκι, οι οποίοι δεν έδειξαν διαθέσεις ούτε πλήρους καταστροφής της δομής της ρωσικής κοινωνίας ούτε ­ το βασικό ­ ειρήνευσης με τη Γερμανία.


Γι’ αυτό και μετά τον Φλεβάρη μεθοδεύτηκε η εισροή χρήματος αποκλειστικά στα χέρια των μπολσεβίκων και ιδίως η μέσω Γερμανίας μεταφορά του Λένιν στην Πετρούπολη. Αυτά όμως είναι μια άλλη ιστορία.


Ο κ. Δημήτρης Μιχαλόπουλος είναι διευθυντής του Μουσείου της Πόλεως των Αθηνών.