Το 1996 υπήρξε έτος – σταθμός για την ελληνογαλλική φιλία και συνεργασία: η Γαλλική Αρχαιολογική Σχολή γιόρτασε με τρόπο λαμπρό τα 150 χρόνια από την ίδρυσή της. Τον ίδιο χρόνο η έκθεση «Η Ελληνική Επανάσταση, Ο Ντελακρουά και οι γάλλοι ζωγράφοι», καρπός επιστημονικής συνεργασίας ανάμεσα στις δύο χώρες, ανάμεσα στην Εθνική Πινακοθήκη και στην Ενωση Γαλλικών Μουσείων, παρουσιαζόταν πρώτα στο Μουσείο Καλών Τεχών του Μπορντό, για να μεταφερθεί αργότερα στο Μουσείο Ντελακρουά στο Παρίσι. Δεν είναι τυχαίο ότι ο ίδιος ο πρωθυπουργός της Γαλλίας κ. Alain Juppe τίμησε με την παρουσία του και την επέτειο στην Αθήνα και την έκθεση στο Μπορντό.


Ο φιλελληνισμός, η συναισθηματική αλλά κυρίως η έμπρακτη αλληλεγγύη που εκδηλώθηκε σε πολλές χώρες της Ευρώπης υπέρ των Ελλήνων που μάχονταν για την ανεξαρτησία τους, βρίσκει στη Γαλλία την πληρέστερη, την ιδανική της έκφραση. Οι λόγοι είναι πολλοί: οι ιδέες της Επανάστασης είχαν εκκολαφθεί, τραφεί και δυναμώσει από τις ίδιες πηγές του Διαφωτισμού που είχαν πυροδοτήσει και τη Γαλλική Επανάσταση. Το παράδειγμά της ήταν η φλόγα που φώτιζε, καθοδηγούσε ή παρηγορούσε πολλές συνειδήσεις στη μαχόμενη Ελλάδα. Πλάι στον πολιτικό φιλελληνισμό, που αναπτύσσεται μέσα στους κόλπους της φιλελεύθερης αντιπολίτευσης στην επίσημη φιλοτουρκική πολιτική των Βουρβώνων, τα πάθη των Ελλήνων εμπνέουν τους διανοούμενους, τους ποιητές και τους καλλιτέχνες. Αυτή η αρμονική, η ομόθυμη συνέργεια όλων των μορφών φιλελληνισμού ­ πολιτικού, κοινωνικού, φιλολογικού, εικαστικού ­ δίνει στο γαλλικό κίνημα την ιδιομορφία του, τη μοναδικότητά του.


Αλλο χαρακτηριστικό του γαλλικού φιλελληνισμού είναι η πρωιμότητά του. Γεννιέται ως άμεση αντίδραση στα κορυφαία ηρωικά και τραγικά γεγονότα, με αφετηρία τις σφαγές της Χίου, τον Απρίλιο του 1822, που θα εμπνεύσουν στον νεαρό ρομαντικό ζωγράφο Ευγένιο Ντελακρουά τον ομώνυμο μνημειώδη πίνακα του Λούβρου: μια σπαρακτική ελεγεία, αφιερωμένη στα πάθη ενός ωραίου λαού, που με τις θυσίες και το αίμα του ταυτίζεται επιτέλους στις συνειδήσεις των Ευρωπαίων με τους ένδοξους προγόνους του. Οι Σφαγές της Χίου, έργο αρχετυπικά ρομαντικό στο θέμα, στη σύνθεση, στο χρώμα, στη γραφή, στην τεχνική, ζωγραφίζεται μέσα σε έξι μήνες πυρετικής δουλειάς για να εκτεθεί στο Σαλόν του 1824 και να συνταράξει τις συνειδήσεις και όχι μόνο τα καλλιτεχνικά στάσιμα ύδατα. Γιατί η τέχνη είναι ακόμη ένα από τα κυρίαρχα μέσα επικοινωνίας.


Με την Ελλάδα στα ερείπια του Μεσολογγίου, εικόνα του Αγίου Πάθους ενός έθνους ­ η σχέση με την ανάλογη εικονογραφική σύνθεση του Χριστού δεν είναι τυχαία ­ ο Ντελακρουά αποκρίνεται στο δεύτερο συνταρακτικό επεισόδιο του Πολέμου της Ανεξαρτησίας, τον «σκληρό Απρίλη» του 1926: την Εξοδο του Μεσολογγίου. Εργο υψηλού αισθητικού μηνύματος το αριστούργημα του Μουσείου Καλών Τεχνών του Μπορντό δεν παύει να αποτελεί παράλληλα, όπως εύστοχα παρατηρεί η Νίνα Αθανάσογλου, και πράξη «πολιτικής προπαγάνδας» με άμεσα και δραστικά αποτελέσματα.


Με αφετηρία και γύρω από αυτό το κορυφαίο έργο του Ντελακρουά ­ μια και οι Σφαγές της Χίου κρίθηκαν πολύ εύθραυστες για να μετακινηθούν από το Λούβρο ­ συγκεντρώθηκαν όχι μόνο μερικοί ακόμη φιλελληνικοί πίνακες του μεγάλου ρομαντικού ­ ανάμεσά τους το αριστούργημα της Εθνικής Πινακοθήκης ­ αλλά και τα πιο σημαίνοντα από τα 150 έργα με φιλελληνικά θέματα που εντοπίστηκαν και στα μουσεία της Γαλλίας. Η ποιότητά τους είναι άνιση. Αλλά το μήνυμα, πολυσήμαντο, συχνά συγκλονιστικό. Τα φιλελληνικά αντικείμενα μαρτυρούν την εκλαΐκευση και την ευρεία αποδοχή των φιλελληνικών ιδεών και θεμάτων. Η Ελλάδα ήταν στη μόδα. Η έκθεσή μας δεν μπορούσε να το αγνοήσει.


Ο μνημειώδης κατάλογος που συνοδεύει την έκθεση είναι καρπός συνεργασίας, συντονισμένης και αρμονικής, ανάμεσα σε γάλλους και έλληνες ερευνητές. Η φιλία των δύο λαών ξανανθίζει μέσα σε αυτή τη συνεργασία. Ο κατάλογος θησαυρίζει τα ευρήματα και τα συμπεράσματα μακρόχρονης έρευνας και διεξοδικής βιβλιογραφίας. Ο κατάλογος των φιλελληνικών έργων που επιστέφει την έκδοση, μαζί με τα ειδικά άρθρα και τα αναλυτικά σχόλια των έργων, την καθιστούν πολύτιμο επιστημονικό εργαλείο και σταθμό για τη σχετική έρευνα.


Τη γενική επιμέλεια της έκθεσης είχαν από γαλλικής πλευράς η Claire Constans, διευθύντρια του Μουσείου των Βερσαλλιών, και από ελληνικής η Φανή – Μαρία Τσιγκάκου, επιμελήτρια του Μουσείου Μπενάκη, με βοηθούς την Εφη Αγαθονίκου και τη Μαρία Κατσανάκη, επιμελήτριες της Εθνικής Πινακοθήκης. Την ευθύνη για την παρουσίαση της έκθεσης έχει ο ζωγράφος – σκηνογράφος Γιάννης Μετζικώφ.


Χορηγός της έκθεσης είναι η Panafon. Η έκθεση τελεί υπό την αιγίδα του υπουργείου Πολιτισμού και του Γαλλικού Ινστιτούτου. Εγκαινιάζεται την Τετάρτη 12 Φεβρουαρίου ώρα 8 μ.μ. από τον Πρόεδρο της Ελληνικής Δημοκρατίας κ. Κωνσταντίνο Στεφανόπουλο. Παρουσία των υπουργών Πολιτισμού Ελλάδος και Γαλλίας κκ. Ευάγγελου Βενιζέλου και Philippe Douste – Blazy.


Η κυρία Μαρίνα Λαμπράκη – Πλάκα είναι καθηγήτρια της Ιστορίας της Τέχνης στην


ΑΣΚΤ και διευθύντρια της Εθνικής Πινακοθήκης.