Από τη μία κρίσιμη καμπή στην άλλη πορευόμαστε ως έθνος, ως οικονομία και ως κοινωνία. Από το 1ο Μνημόνιο στο 2ο και τώρα αγκαλιά με το 3ο Μνημόνιο συνεχίζουμε την ίδια πορεία. Η μνημονιακή έννομη τάξη καθορίζει με τις νόρμες, τους κανόνες και τις διαδικασίες στην οικονομική και κοινωνική ζωή της χώρας μας. Η Δημοκρατία μας συνεχίζει να γίνεται φτωχότερη, αφού οι κανόνες νομικής φύσης που ορίζουν τη ζωή των συμπολιτών μας, βρίσκονται υπό τον απόλυτο έλεγχο των δανειστών. Η κυριαρχία της κρατικής εξουσίας όλο και εξασθενεί.

Να περιοριστούμε όμως στον τομέα της Ανάπτυξης, που αποτελεί τη βάση της συγκρότησης της Πολιτείας μας. Μία από τις βασικότερες αποστολές της Δημοκρατίας είναι η παραγωγή και η διανομή πλούτου, αγαθών και υπηρεσιών για την ικανοποίηση των αναγκών των πολιτών. Την τελευταία επταετία την αποστολή αυτή ανέλαβαν τα Μνημόνια για να λύσουν το δημοσιονομικό πρόβλημα και να φέρουν ανάπτυξη. Είναι κοινή διαπίστωση ότι η φιλοσοφία της Μνημονιακής Ανάπτυξης βασίσθηκε αφενός στη λιτότητα, στο χαμηλό εργατικό κόστος και την αποδυνάμωση ή κατάργηση των συλλογικών θεσμών εκπροσώπησης και προστασίας της εργασίας καθώς και στις εκτεταμένες ιδιωτικοποιήσεις της δημόσιας περιουσίας.
Το εγχείρημα αυτό οδήγησε στο να χάσουμε το 25% του ΑΕΠ. Για να ξεπεράσουμε τον κάβο μας πρόκυψε ως λύση ανάγκης και το 3ο Μνημόνιο με ακόμη πιο οδυνηρές συνέπειες πάντα όμως με τις ίδιες και
πιο αυστηρές συνταγές. Δηλαδή συνέχεια στη λιτότητα και ανάπτυξη μέσω των εκτεταμένων ιδιωτικοποιήσεων σχεδόν όλης της δημόσιας περιουσίας. Σε αυτή την κατεύθυνση οι δανειστές για να σιγουρέψουν τα πράγματα απαίτησαν δια νόμου να αναλάβουν τον αποκλειστικό έλεγχο της προς ιδιωτικοποίηση δημόσιας περιουσίας.
Πέρασε ενάμισης χρόνος από την νέα διακυβέρνηση για να έρθει στη Βουλή ο νέος αναπτυξιακός νόμος. Τα διαθέσιμα όμως χρήματα για επενδύσεις είναι ελάχιστα και το επενδυτικό τοπίο αφιλόξενο. Το φορολογικό περιβάλλον και το ακριβό χρήμα από τα πιστωτικά ιδρύματα είναι ιδιαίτερα σκληρό και απωθητικό. Οι Διοικήσεις των Τραπεζών υπό τον έλεγχο του Τ.Χ.Σ. Σε συνδυασμό δε με την κυβερνητική διγλωσσία για την επιχειρηματικότητα, τα πράγματα γίνονται περισσότερο δύσκολα και απρόβλεπτα για την Ανάπτυξη και Παραγωγική Ανασυγκρότηση της χώρας.
Σήμερα με τη γλώσσα της αλήθειας και των γεγονότων η όποια ανάπτυξη έχει Μνημονιακή ταυτότητα:
* Λιτότητα και εμπορευματοποίηση της εργασίας.
* Ιδιωτικοποιήσεις της δημόσιας περιουσίας.
Πανηγυρίζει η κυβέρνηση για τη Σύμβαση του Ελληνικού και για την παράδοση του ΟΛΠ στην COSCO και οσονούπω και το ΟΛΘ.
Κλαίνε τα αρμόδια κυβερνητικά στελέχη που υπέγραψαν τις ιδιωτικοποιήσεις των περιφερειακών αεροδρομίων, των λιμανιών (ΟΛΠ) και του Ελληνικού.
Κλαίνε τα κυβερνητικά στελέχη για τη συνεχιζόμενη επιβολή μέτρων λιτότητας και σκληρής άμεσης και έμμεσης φορολόγησης, αλλά και νέας επιβάρυνσης του ΦΠΑ στα νησιά.
Αναρωτιέται ο κόσμος τι να πιστέψει και τι να εμπιστευθεί. Οι δημοσκοπήσεις καταγράφουν την απογοήτευση σε πρωτοφανή ποσοστά (80%) για τους χειρισμούς στην οικονομία και την Ανάπτυξη. Ακόμη
και η Μνημονιακή Ανάπτυξη ακολουθεί τη ρήση «ανάγκα και οι Θεοί πείθονται». Η πρώτη αργοπορημένη Αξιολόγηση των 7 –8 μηνών, έφθασε στο σημείο να παραγγέλλεται ως τελεσίγραφο στην κυβέρνηση υπέγραψε τη Σύμβαση του Ελληνικού άλλως δεν έχει χρήματα. Συνεπώς, η κυβέρνηση προωθεί μία ανάπτυξη ως μνημονιακή υποχρέωση, την οποία δεν πιστεύει και άλλοτε πανηγυρίζει και άλλοτε την καταγγέλλει.
Κλαίει εύλογα γιατί θυμάται τις αυταπάτες που είχε ως αντιπολίτευση. Ποιος ο λόγος όμως ταυτόχρονα να πανηγυρίζει για τη Μνημονιακή Ανάπτυξη, την οποία δεν πιστεύει και μέχρι χθες στην αντιπολίτευση την είχε καταγγείλει, ως επώδυνη και καταστροφική για τον τόπο μας;
Οι αντιφατικές αυτές συμπεριφορές κάνουν επιφυλακτικούς τους σοβαρούς επενδυτές που δεν καιροφυλακτούν να εξαγοράσουν κάποιο φιλέτο της δημόσιας περιουσίας, αλλά επιθυμούν να αξιοποιήσουν ανταγωνιστικούς κλάδους της οικονομίας μας. Ο κόμπος έχει φθάσει στο χτένι λέει ο λαός μας:
Αντί να πανηγυρίζουν ή να κλαίνε οι κυβερνώντες με τις ιδιωτικοποιήσεις, είναι καλύτερο και χρησιμότερο να σοβαρευτούνε και να συνεργασθούν με τις παραγωγικές τάξεις και τις Περιφέρειες που έχουν αναλάβει την Περιφερειακή Ανάπτυξη.
Αντί να λοιδορούνε τα επιμελητήρια, τις επαγγελματικές και επιστημονικές ενώσεις για τις προτάσεις τους είναι χρησιμότερο να συζητήσουν, να συνδιαμορφώσουν ένα Εθνικό Σχέδιο Παραγωγικής Ανάπτυξης, που θα ενεργοποιήσει όλες τις ζωντανές, παραγωγικές δυνάμεις του τόπου.
Αντί να επιβαρύνουν το επενδυτικό τοπίο με αβάσταχτους φόρους, περιορισμένη ρευστότητα και ακριβό χρήμα, να κατανοήσουν ότι χωρίς επενδυτικό, θετικό κλίμα οι επενδύσεις θα είναι ευκαιριακές με προίκα τη δημόσια περιουσία κάνοντας το κράτος μας από φτωχό, φτωχότερο.
Αντί ο κ. Πρωθυπουργός «εκ των άνω» να μιλάει για Δίκαια Ανάπτυξη, βιώσιμη και δημοκρατική, ας προσγειωθεί στην πραγματικότητα, για να μην μιλάμε σε λίγο καιρό για αυταπάτες. Διότι η ζωή και η ιστορία μας διδάσκει ότι χωρίς διάλογο και συνεργασία με τους παραγωγικούς φορείς, τους επενδυτές και τους κοινωνικούς φορείς, Ανάπτυξη και μάλιστα κοινωνικά αποδεκτή δεν μπορεί να υπάρξει.
Αντί όμως οι παραγωγικές τάξεις και οι εκπρόσωποί τους, καθώς και η Τ.Α., οι επιστημονικές ενώσεις και οι ελευθεροεπαγγελματίες να περιμένουν το «μάνα εξ ουρανού», δηλαδή τις ανέξοδες αναπτυξιακές διακηρύξεις είναι ανάγκη και χρήσιμο για τον τόπο να ακολουθήσουν τη ρήση «Συν Αθηνά και χείρα κίνει».