Τετάρτη 26 Οκτωβρίου, ώρα 09.55. Βρίσκομαι στη διασταύρωση λεωφόρου Συγγρού και Φραντζή. Βλέπω το τρόλεϊ 10 Τζιζιφιές –Χαλάνδρι να πλησιάζει στο αντίθετο ρεύμα (προς Χαλάνδρι). Εχω αργήσει, διασχίζω με κόκκινο την μισή Συγγρού, περιμένω ένα δευτερόλεπτο στο διάζωμα και διασχίζω το υπόλοιπο μισό χωρίς καλά- καλά να βλέπω.

Το τρόλεϊ παραμένει σταματημένο στη στάση Ολυμπιακή. Διασχίζοντας τη Συγγρού, σχεδόν μπροστά στο τρόλεϊ μια μοτοσικλέτα σταματά απότομα μπροστά μου. Ζητώ συγγνώμη, συνεχίζω να τρέχω. Το τρόλεϊ παραμένει σταματημένο. Φτάνω στην πόρτα του οδηγού. Με κοιτάζει, γελάει και δεν ανοίγει την πόρτα. Δεν λέω τίποτε. Διακρίνω όμως τον οδηγό να λέει κάτι σαν «έχω φύγει από την στάση». Η στάση βρίσκεται ακόμα στο κέντρο του διπλού τρόλεϊ. Παίρνω το νούμερο του τρόλεϊ, ενώ με βλέπει ο οδηγός.
Είναι το 9044.
Το περιστατικό δεν είναι το πρώτο που συμβαίνει σε μένα, ίσως να μην είναι καν το εκατομμυριοστό που έχει συμβεί σε χιλιάδες Ελληνες πολίτες. Και είναι ένα τρανό δείγμα του άκρατου σαδισμού που επικρατεί τα τελευταία χρόνια γύρω μας, ιδίως στο Δημόσιο. Ο οδηγός χάρηκε που δεν με έβαλε μέσα, χάρηκε που κατάλαβε ότι με δυσκολεύει. Χάρηκε που δεν έκανε σωστά την δουλειά του και χάρηκε που δεν μπορούσε κανείς να τον ελέγχξει.
Και ερωτώ, εγώ ο απλός, φτωχός πολίτης που χρησιμοποιεί καθημερινά τα πόδια του και τα Μέσα Μαζικής Συγκοινωνίας για να πάει στις δουλειές του: αν ο ελεγκτής μπει μέσα στο τρόλεϊ και με πιάσει χωρίς εισιτήριο, δεν θα πρέπει να πληρώσω πρόστιμο; Ποιος όμως θα μπορούσε να χρεώσει πρόστιμο στον σαδιστή οδηγό που εμποδίζει εμένα να κάνω την δουλειά μου;
Κανένας είναι η απάντηση. Που σημαίνει ότι το μόνο που μπορούμε να κάνουμε είναι να ανεχόμαστε το θράσος και τον τσαμπουκά του κάθε ακατάλληλου για την δουλειά του «επαγγελματία», από τον οποίο η δική μας δουλειά εξαρτάται.
Μέχρι πότε;