Η Ανατολή που ροδίζει,
της γλυκιάς Πατρίδας τις πικρές ανάσες,
του Λαού μας καημούς κι ελπίδες
θερμαίνει.
Το ταξίδι μακρύ.
Το φορτίο βαρύ.
Και ‘σείς
Δρακογενιάς βλαστοί
Τιμονιέρηδες.
Και ‘μείς
την τιμή και την περιφάνεια (sic) των πατεράδων μας
μοναδική κι ανεξίτηλη κληρονομιά
κουβαλάμε.
Προορισμός «προόρισται» (sic) μοναδικός.
Η λευτεριά, η γνώση και το δίκιο.

29.7.2016

Στον σ. Αλέξη μια μέρα μετά.

Το παραπάνω ποίημα συνέθεσε και δημοσίευσε ο αξιότιμος κ. Στέλιος Παππάς, πατέρας του υπουργού Επικρατείας, με αφορμή τα πρόσφατα γενέθλια του Πρωθυπουργού. Είμαι απόλυτα βέβαιoς ότι οι αναγνώστες του ποιήματος (μαζί με τον παραλήπτη του) θα χαρούν για πολλούς λόγους. Πρώτα-πρώτα διότι ένας σεβάσμιος κύριος, κουβαλητής μιας «ανεξίτηλης», λεβέντικης κληρονομιάς, εγκατέλειψε για λίγο αυτό το υπερήφανο και τιμημένο κληρονομικό βάρος και όρθιος, ανάλαφρος, στράφηκε και τραγούδησε τους βλαστούς μιας δρακογενιάς, τους σημερινούς Τιμονιέρηδες. Δεν γνωρίζω αν ο Ποιητής έχει διαβάσει Πίνδαρο, έναν απλό στιχουργό από τη Βοιωτία.

Ή έστω κάποια ποιήματα για τον Μεγάλο Τιμονιέρη Μάο. Το λέω αυτό διότι καθώς μελέτησα αυτή την ευφρόσυνη και ηρωική ωδή για έναν σύγχρονο Νικητή είδα το ίδιο πινδαρικό πνεύμα να κυλά στίχο-στίχο και να λούζει, να διαποτίζει, να μουσκεύει όλο το ποίημα. Διαποτίστηκα ομοίως και από τη μνήμη ενός μεγάλου, αθάνατου Τιμονιού της Απω Ανατολής. Και συγκινήθηκα αναπολώντας τα παλιά. Η ποίηση, κατέληξα στο συμπέρασμα, είναι μια άλλη μεγάλη, διαχρονική κληρονομιά των Ελλήνων. Μια επιπλέον απόδειξη της συνέχειας της φυλής. Εύγε, Ποιητή.


Το ποίημα αρχίζει με μια νότα πικρή και συνάμα (ας μου επιτραπεί) ρόδινη. Οι πικρές ανάσες μιας γλυκιάς πατρίδας πνέουν σε τόνο πένθιμο πλην ηρωικό. Η εικόνα θυμίζει αχνά τον Ελύτη, αλλά το ευχετήριο ποίημα έχει μιαν αμεσότητα η οποία στην ποίηση του νομπελίστα δεν φαίνεται τόσο καθαρά.

Τέλος πάντων. Οι δύο επόμενοι ομοιοκατάληκτοι στίχοι «Το ταξίδι μακρύ. / Το φορτίο βαρύ» είναι αυτό που λένε «στίχοι στιβαροί». Λιτοί. Περιεκτικοί. Δείχνουν κάτι από μια αντεστραμμένη «Ιθάκη» στην οποία ο γερασμένος Αλεξανδρινός υπαινίσσεται ακριβώς τα ανάποδα από όσα ο νέος Ποιητής. Εδώ το νόημα το έχει το φορτίο. Το κουβάλημα. Οχι το ταξίδι. Για τη δρακογενιά, τους Τιμονιέρηδες και την τιμημένη κληρονομιά υπερήφανων πατεράδων ας μην πούμε περισσότερα. Το ίδιο το ποίημα είναι ωσάν να απαγορεύει τα πολλά. Οι μεγάλες ιδέες δεν χρειάζονται επεξηγήσεις.


Θα τελειώσουμε αυτή τη λιτή παρουσίαση του ποιήματος εστιάζοντας (όπως λένε οι ειδικοί) στους δύο καταληκτήριους στίχους του: Προορισμός «προόρισται» μοναδικός. / Η λευτεριά, η γνώση και το δίκιο. Πιστεύω ότι η αλλαγή της ορθογραφίας (το λέω έτσι διότι δεν πρόκειται για ανορθογραφία) του «προόρισται» έγινε σκοπίμως, έγινε επί τούτου ώστε και οπτικά η μία λέξη να ενδυναμώνει την άλλη. Να την απογειώνει. Δείτε πόσο πολύ ταιριάζουν οπτικά και ταυτόχρονα ακούστε πόσο αρμονικά συνηχούν ο «προορισμός» και το «προόρισται». Κανείς ως τώρα έλληνας ποιητής δεν τόλμησε κάτι τέτοιο. Πρόκειται για έναν όντως έξοχο, μοναδικό στίχο που έχει προορισμό έναν έξοχο, μοναδικό Ηγέτη.

Ω εσύ, ευτυχισμένε Αρχοντα-Τιμονιέρη. Πολλά τα έτη σου. Από καρδίας ευχόμαστε. Ευτυχής που γράφτηκε για σένα αυτό το ποίημα. Γιατί; Διότι θα γνωρίζεις βέβαια πως οι Μεγάλοι Ηγέτες έρχονται και παρέρχονται μέσα στον ανελέητο χρόνο. Ομως τα μνημεία τους, τα μαυσωλεία τους, κυρίως όμως τα ποιήματα και οι ωδές προς αυτούς παραμένουν εσαεί. Αυτά είναι μνημεία άφθαρτα στον χρόνο. Οπως αυτός ο αγαθός και συνάμα υψηλός γενέθλιος ύμνος. Ευτύχει λοιπόν.