της εποχής στο Αιγαίο


ερί τα τέλη Ιουνίου ή, το αργότερο, τις αρχές Ιουλίου κάθε χρόνου, το πλόιμον, δηλαδή το πολεμικό ναυτικό των Ελλήνων του Μεσαίωνα, άρχιζε εκστρατείες. Κύριο θέατρο των συνακόλουθων πολεμικών συγκρούσεων ήταν, βέβαια, το Αιγαίο. Πράγματι, αυτό το τελευταίο, γνωστό και ως Αρχιπέλαγος ήδη από τις πρώτες φάσεις της Φραγκοκρατίας στην Ελλάδα, αποτελούσε χώρο οι τύχες του οποίου καθοριστικώς επηρέαζαν την όλη εξέλιξη του Γένους.


Ως γνωστόν, η κατά την τρίτη δεκαετία του 9ου αιώνα κατάληψη της Κρήτης από άραβες πειρατές επέφερε διασάλευση της δομής της ελληνικής αυτοκρατορίας: Οχι μόνο τα νησιά του Αιγαίου μα και οι πόλεις που έως τότε ανθούσαν στις ακτές του βρίσκονταν πια στη διάκριση των «ληστών της θάλασσας». Το πλόιμον, για λόγους διάφορους ο σπουδαιότερος από τους οποίους φαίνεται ότι ήταν η ανάθεση της ηγεσίας του σε πρόσωπα όχι ιδιαιτέρως ικανά, δεν μπορούσε να τους αναχαιτίσειΩ η οικονομική ζωή διακόπηκε ουσιαστικώς στο κέντρο ακριβώς του Κράτους.


Ετσι, το 904 λεηλατήθηκε η Θεσσαλονίκη, η δεύτερη σε σημασία ελληνική πόλη στην Ευρώπη. Οι Σαρακηνοί, κάνοντας ό,τι έμελλαν να μιμηθούν τριακόσια χρόνια αργότερα οι Λατίνοι στην Κωνσταντινούπολη, επιτέθηκαν από τα καράβια τους στα ­ χαμηλά ­ θαλάσσια τείχη. Τις επίλεκτες μονάδες τους αποτελούσαν γιγαντόσωμοι Αιθίοπες που μάχονταν γυμνοί, με «σπαθιά και φανατισμό»: Η προσήλωσή τους στο Ισλάμ μόνο από τους δεσμούς της χώρας τους με τον ίδιο τον Προφήτη, τον Μωάμεθ προσωπικά, ήταν δυνατό να ερμηνευθεί. Αυτοί ανέβηκαν πρώτοι στις οχυρώσεις και μπήκαν στην πόλη. Τελικά, η Θεσσαλονίκη δεν καταστράφηκε, αλλά μέγα μέρος του πληθυσμού της αιχμαλωτίστηκε και σκορπίστηκε σε ολόκληρη την Εγγύς Ανατολή.


Οπως και να είναι, το πλόιμον έκανε επανειλημμένες απόπειρες ανάκτησης της Κρήτης. Ολες απέτυχαν μέχρι εκείνη του 960 την οποία ανέλαβε ο Νικηφόρος Φωκάς, Δομέστικος τότε των σχολών της Ανατολής, αρχιστράτηγος δηλαδή των αυτοκρατορικών δυνάμεων στην Ασία.


Το δρομολόγιο που ακολουθούσε το πλόιμον «κατεβαίνοντας» από το Βόρειο Αιγαίο στο Νότιο είναι γνωστό. Πράγματι, ο πυρήνας του στόλου, το βασιλικόν πλόιμον, ναυλοχούσε στον Κεράτιο κόλπο, το Χρυσούν Κέρας όπως λεγόταν τότε λόγω της ανταύγειας που έπαιρναν τα νερά από τη λάμψη του ήλιουΩ τα θεματικά πλόιμα, αντίθετα, συγκροτούνταν και παρέμεναν σε παράκτια κέντρα επαρχιακών διοικήσεων. Το πρώτο σήκωνε, λοιπόν, άγκυρα μπροστά στην Κωνσταντινούπολη. Στη συνέχεια, αργά, περίπου τελετουργικά, παρέπλεε το μέρος όπου βρισκόταν το Ιερόν Παλάτιον και έμπαινε στη Θάλασσα του Μαρμαρά. Ο μονάρχης και όσοι από τους μεγάλους αξιωματούχους της αυτοκρατορίας βρίσκονταν στην πρωτεύουσα παρακολουθούσαν τον απόπλουν. Παράλληλα, δεήσεις αναπέμπονταν στους ναούς της Βασιλεύουσας για την επιτυχία της εκστρατείας.


Πρώτος «σταθμός» ή μάλλον πρώτο «σημείο προσέγγισης» ήταν η Ηράκλεια στη θρακική παραλία της Προποντίδας. Ηταν η Πέρινθος των Αρχαίων στην οποία είχε δοθεί το όνομα του ήρωα περί τα τέλη του 3ου αιώνα μ.Χ. και η οποία, έως τις ημέρες μας, λεγόταν, στα τουρκικά, Εσκί Ερεκλί (=Παλιά Ηράκλεια). Από εκεί, ο στόλος έπλεε προς την Αβυδο, όπου ήταν εγκατεστημένο το αυτοκρατορικό τελωνείο της Δύσεως: Εκεί ελέγχονταν και σφραγίζονταν όλα τα εμπορεύματα που έφταναν στην Κωνσταντινούπολη από την Ευρώπη. (Το άλλο τελωνείο, της Ανατολής, βρισκόταν στον Βόσπορο, λίγο πριν από την αρχή της Μαύρης Θάλασσας).


Μετά την Αβυδο, το πλόιμον περνούσε από Τα Πευκιά, τοποθεσία που δυσχερώς εντοπίζεται σήμερα, και μετά έφτανε στην Τένεδο. Την εποχή εκείνη, περί τον 10ο αιώνα, το νησί είχε σημασία μεγάλη, επειδή από αυτό ελεγχόταν η είσοδος στην Ελλήσποντο. Ηταν λοιπόν καλά οχυρωμένο ­ αλλά και φημιζόταν ως τόπος τόσο εξορίας υψηλών προσώπων που έπεφταν στη δυσμένεια του αυτοκράτορα όσο και «απωλείας» ναυτικών ιδίως, οι οποίοι μπορούσαν να βρουν εκεί «ό,τι τραβούσε η ψυχή τους».


Στη συνέχεια, ο στόλος έπιανε τη Μυτιλήνη, μεγάλη πολεμική βάση, εφόσον σε αυτή συγκεντρώνονταν και επιβιβάζονταν σε πλοία στρατιωτικές δυνάμεις των ασιατικών τμημάτων του Κράτους. Το δρομολόγιο περιλάμβανε επίσης τη Χίο αλλά και τη Σάμο, άλλο τόπο συγκέντρωσης και επιβίβασης στρατιωτικών μονάδων. Μετά παραπλέονταν οι Φούρναιοι, οι σημερινοί Φούρνοι, μεταξύ Σάμου και Ικαρίας, και το πλόιμον έμπαινε στις Κυκλάδες. Η Αγία Ειρήνη, η Θήρα των Αρχαίων, την ονομασία της οποίας οι Δυτικοί παρέφθειραν σε Σαντορίνη (από το Santa Irini προφανώς), ήταν ο τελευταίος σταθμόςΩ νοτιότερα, η εξουσία των Αράβων της Κρήτης ήταν αδιαμφισβήτητη.


Αυτό το δρομολόγιο πρέπει, σε γενικές γραμμές τουλάχιστον, να ακολούθησε και ο υπό τον Νικηφόρο Φωκά στόλος το καλοκαίρι του 960. Αναφέρεται πάντως ότι ο τρόμος τον οποίο προκαλούσαν οι Σαρακηνοί της μεγαλονήσου ήταν τόσος ώστε οι έλληνες ναυτικοί απέφευγαν τελείως, τότε, τα ταξίδια κάτω από την Ιο. Πώς θα ταξίδευε λοιπόν ο στόλος; Ποιος θα έδειχνε τον δρόμο για την Κρήτη; Ο Δομέστικος των σχολών βρέθηκε σε μεγάλη αμηχανία μέχρις ότου ήλθαν σε βοήθειά του ναυτικοί από την Κάρπαθο που ήξεραν το Κρητικό πέλαγος. Η εκστρατεία συνεχίστηκε ακώλυτα λοιπόν ­ και τον επόμενο χρόνο, το 961, στέφθηκε με επιτυχία θριαμβευτική: Η πρωτεύουσα των Αράβων, ο Χάνδαξ (από τον οποίο ολόκληρο το νησί πήρε το όνομα Candia), καταλήφθηκε, η Κρήτη ανακτήθηκε και η ελληνική κυριαρχία στο Αιγαίο αποκαταστάθηκε: Μέχρι το 1204, οπότε πήραν την Κωνσταντινούπολη οι Φράγκοι, τίποτα δεν θα την απειλούσε ξανά.


Ο κ. Δημήτρης Μιχαλόπουλος είναι διευθυντής του Μουσείου της Πόλεως των Αθηνών.