Ενα από τα πιο όμορφα θεάματα στη ζωή είναι το να βλέπεις έναν άνθρωπο να κάνει καλά τη δουλειά του. Να την κάνει με όρεξη, με ερωτική ενέργεια, με το διαρκές, ενστικτώδες κυνήγι της αριστείας.
Ποια είναι αυτή η δουλειά δεν έχει σημασία –και δεν είναι απαραίτητα ανάγκη να είναι εργασία. Μπορεί να είναι το φύτεμα ενός μποστανιού, η τελειοποίηση ενός πίνακα, το μαγείρεμα, η οδήγηση –για κάποιους μερακλήδες υποχόνδριους μπορεί να είναι και το ψυχοθεραπευτικό πλύσιμο των πιάτων. Ακόμη πιο σημαντικό είναι αυτός που κάνει τη δουλειά του να έχει την επίγνωση ότι δεν κάνει κάτι σημαντικό –πως απλά κάνει καλά τη δουλειά του.
Ακόμη και αν αυτή είναι το μπάσκετ.
Την προηγούμενη εβδομάδα, το απόγευμα της Δευτέρας, μια σημαντική μερίδα ανθρώπων συντονίστηκε με αυτή τη σπάνια αλλά και βασανιστική αίσθηση του ταυτόχρονου συναισθήματος. Δεν έκαναν κάτι τρομερό, έβλεπαν μπάσκετ κάπως μπουχτισμένοι από την υπόλοιπη επικαιρότητα. Ηθελαν μόνο να νιώσουν.
Το κατάφεραν. Ο συντονισμός σε ένα συναίσθημα, στο συναίσθημα του δέους, ήταν απόλυτος.Αν σε κάτι μοιάζει ο αθλητισμός με την πραγματική ζωή, είναι το εφήμερο των συναισθημάτων. Η γνώση –που επιτυγχάνεται διά της εμπειρίας –πως όταν νιώθεις ένα μεγάλο, βαθύ συναίσθημα, ξέρεις (ή αν δεν ξέρεις, πρέπει επειγόντως να μάθεις) πως θα κρατήσει για λίγο. Και πως ακόμη και αν το συναίσθημα είναι αρνητικό, ενίοτε είναι καλύτερο από το να μη νιώθεις τίποτα. Εκείνο το απόγευμα της Δευτέρας, όσοι είναι αρκετά τυχεροί ώστε να καταλαβαίνουν το μέτρο στη ζωή είχαν την επίγνωση πως κάτι ξεχωριστό συνέβαινε.
Τίποτα δεν γίνεται ερήμην συμπτώσεων. Το παιχνίδι του μπάσκετ, αυτό που ήταν πολλές ιστορίες τυλιγμένες μεταξύ τους, θα μπορούσε να είναι όπως είχαμε συνηθίσει: Ενας τσαμπουκάς από εδώ, ένας οργισμένος παράγοντας από εκεί, κανένα ντου στα αποδυτήρια, τραγούδια για τις σεξουαλικές ζωές μανάδων, ίσως κάποια σπασμένα τζάμια. Ρουτίνα. Κάτι όμως συνέβη, κάτι ξεχωριστό· είτε φταίνε οι πλανήτες, είτε οι συγκυρίες, είτε το υγιές μπούχτισμα με την παρακμή –και πολύ άργησε.
Τι συνέβη; Λίγες ημέρες πριν, είχε πεθάνει ο πατέρας του παίκτη του Ολυμπιακού Γιώργου Πρίντεζη. Επίσης ήταν τα τελευταία παιχνίδια στην καριέρα του Δημήτρη Διαμαντίδη, ενός σπάνιου χαρακτήρα, ενός σεμνού, αλλά ανταγωνιστικού, ενός παθιασμένου, αλλά και φιλοσοφημένου τύπου για το πόσο δευτερεύον είναι το υπέροχο επάγγελμά του. Οταν κάποιοι φίλοι του Ολυμπιακού προσπάθησαν να βρίσουν τον Διαμαντίδη, η διοίκηση της ομάδας τούς σταμάτησε. Οι φίλοι του Παναθηναϊκού χειροκρότησαν τον αμήχανο Πρίντεζη. Η διαιτησία συζητήθηκε (αυτό έλειπε!), αλλά χάθηκε πίσω από τον σεβασμό τού να βλέπεις τον Σπανούλη και τον Διαμαντίδη να κάνουν σωστά τη δουλειά τους –οι μεγαλύτεροι ξέρουν πως δεν έχεις συχνά τέτοιες ευκαιρίες ταυτόχρονου μεγαλείου. Αν έχεις ζήσει την παρακμή, εκτιμάς τις μικρές χαρές της ζωής…
Σχετικά με το δέος: Στο τέλος, σε ένα δευτερόλεπτο που φάνηκε αιώνας, σε μια ιστορία που θα διηγείται μυθολογικά ο άνθρωπος που ήθελε να πετύχει, να ξεχωρίσει, και δούλεψε όλη του τη ζωή προς αυτή την κατεύθυνση, ο Βασίλης Σπανούλης, νίκησε τον Διαμαντίδη και ο Ολυμπιακός πήρε το πρωτάθλημα. Συνήθως εκεί αρχίζει το πράγμα να ζορίζει. Και όμως, εκείνη τη Δευτέρα, σχεδόν αμήχανα, ο ένας συνεχάρη τον άλλον, ο Διαμαντίδης αποχώρησε ηττημένος αλλά ευτυχής, και όταν τον ρώτησαν «Πώς νιώθεις», απάντησε «Ευλογημένος για όσα έζησα» –το εννοούσε και ήταν αξιοζήλευτος γι’ αυτό.
Κάποιοι μπορεί να ενοχληθούν με όλη αυτή τη ρομαντική ανάλυση. Και δικαίως, είτε να πουν πως «αυτά είναι αυτονόητα» είτε να υπογραμμίσουν πως «εδώ ο κόσμος καίγεται και εσείς ασχολείστε με τα θεάματα των ακριβοπληρωμένων». Ξεχνούν, όμως, πως κάποιοι είμαστε απλά ζητιάνοι ενός καλού θεάματος, όπως είχε πει ο Εδουάρδο Γκαλεάνο. Πως ξέρουμε ότι το μπάσκετ, η μπάλα και όλα αυτά δεν έχουν σημασία στη ζωή, αλλά αν πετύχουν, αν γίνουν όπως πρέπει, τότε ένα καλό σουτ μπορεί να είναι η απάντηση σε όλα τα ερωτήματα της ζωής. Εστω και για ένα εφήμερο δευτερόλεπτο –δεν είναι και λίγο.

* Δημοσιεύθηκε στο BHmagazino την Κυριακή 5 Ιουνίου 2016

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ