Μετά και το Eurogroup της 9ης Μαΐου, οι διεθνείς αγορές «προεξοφλούν» το πέρας της αξιολόγησης στο επόμενο Eurogroup της 24ης Μαΐου. Αυτό εξηγεί τη μείωση της διαφοράς απόδοσης (yield) μεταξύ του 10-ετούς ελληνικού και του αντίστοιχου γερμανικού ομολόγου από το 8,50% την περασμένη εβδομάδα στο 7,35% αμέσως μετά το τελευταίο Eurogroup.

Έτσι λοιπόν, καταφέραμε να «ξεχρεώσουμε» τις 50 τιμές βάσης που είχαμε «φορτώσει» εμείς οι ίδιοι το ελληνικό ομόλογο όταν ο κ. Τσίπρας βγήκε να καταγγείλει όχι τις τηλεφωνικές υποκλοπές στελεχών του ΔΝΤ αλλά τις ιδιαίτερες συνομιλίες τους.
Τέλος, πάντων, το καλό σενάριο προβλέπει τα ακόλουθα:
Κλείνει η αξιολόγηση στις 24 Μαΐου με διθυράμβους στο Eurogroup. Αμέσως μετά, οι διεθνείς οίκοι αξιολόγησης αντιδρούν θετικά με αναβάθμιση της πιστοληπτικής μας ικανότητας κατά 2 βαθμίδες έτσι ώστε να βρεθούμε σε απόσταση αναπνοής/εξόδου από το επίπεδο junk (σημείωση: αυτή την στιγμή βρισκόμαστε 4 βαθμίδες κάτω από το επίπεδο junk).
Σημειώνω επιπλέον ότι οι οίκοι αξιολόγησης μάλλον θα κινηθούν προς αυτήν την κατεύθυνση για να δημιουργήσουν και κλίμα αντί-BREXIT καθώς δεν βλέπουν με «καλό μάτι» την έξοδο της Μ. Βρετανίας από την Ευρωπαϊκή Ένωση (την ίδια άποψη για το BREXIT έχω και εγώ αλλά αυτό το θέμα δεν είναι επί του παρόντος!).
Μετά και την αναβάθμιση από τους οίκους αξιολόγησης, ο Mario Draghi μας εντάσσει στο προγράμμα ποσοτικής χαλάρωσης. Σε αυτήν την υποθετική (πάντα) περίπτωση του καλού σεναρίου, το spread «πέφτει» στο 6%.
Το παραπάνω σενάριο θεωρητικά θα οδηγήσει σε αύξηση των επενδύσεων αφού το επενδυτικό ρίσκο (το οποίο προσεγγίζεται από το spread) κινείται πτωτικά κατά περίπου 250 τιμές βάσης (δηλαδή από το 8,5% στο 6%). Ας μην ξεχνάμε όμως ότι το πέρας της αξιολόγησης συνοδεύεται από το νέο Μνημόνιο Τσίπρα το οποίο περιλαμβάνει σειρά υφεσιακών μέτρων όπως την αύξηση ΦΠΑ από το 23% στο 24%.
Εδώ λοιπόν θα πρέπει εύλογα να αναρωτηθούμε: Κατά πόσον μπορεί το όφελος στην οικονομία από την πτώση του επενδυτικού ρίσκου να υπερκεράσει το «βαρίδι» των μέτρων ύφεσης του «νέου» Μνημονίου;
Ένα απλό οικονομετρικό μοντέλο της οικονομικής μας ανάπτυξης, χρησιμοποιώντας ως παράγοντες επίδρασης τόσο το επενδυτικό ρίσκο όσο και τον ΦΠΑ, δίνει μία πρώτη απάντηση στο παραπάνω ερώτημα. Σύμφωνα λοιπόν με το μοντέλο, η επίδραση στο ΑΕΠ από την μείωση στο (ετήσιο) spread κατά περίπου 200 τιμές βάσης, αναιρείται από την αύξηση στον ΦΠΑ κατά μία ποσοστιαία μονάδα (από το 23% στο 24%).
Με άλλα λόγια, και πάντα με βάση το καλό σενάριο, για να μπορέσει η οικονομία μας να αποφύγει την προβλεπόμενη (από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή) ύφεση του 0,3% για το 2016, χρειάζεται πολύ μεγαλύτερη, και όσο το δυνατόν πιο ταχεία, πτώση στο spread!
*Ο κ. Κώστας Μήλας είναι καθηγητής Χρηματοοικονομικών στο University of Liverpool