Το φθινόπωρο του 2008 όταν ξέσπασε η μεγάλη διεθνής χρηματοπιστωτική κρίση ο μικρός τότε ΣΥΡΙΖΑ δεν είχε τις επεξεργασίες, ούτε την αναλυτική ικανότητα να κατανοήσει τις συνέπειες στην παγκόσμια οικονομία και κατ’ επέκταση στην ευρωπαϊκή και ειδικότερα στην ελληνική.

Δεν έβλεπαν τα στελέχη του τη διάσύνδεση, την αλληλεξάρτηση,ούτε τη μεταφορά της στη Γηραιά Ήπειρο με τη μορφή κρίσης χρέους.
Πολύ περισσότερο δεν μπορούσαν να αντιληφθούν ότι η Ελλάδα ως ασθενής κρίκος της ευρωζώνης θα δεχόταν ολοκληρωτική πίεση και θα απειλούνταν με κατάρρευση.
Ο Τύπος και τα «συστημικά», κατά την εκδοχή του συγκεκριμένου κόμματος, Μέσα Ενημέρωσης, προειδοποιούσαν από τότε και τον ΣΥΡΙΖΑ για τα επερχόμενα.
Οι περισσότεροι που σήμερα κυβερνούν την Ελλάδα θεωρούσαν τον καπιταλισμό πανίσχυρο και ικανό να αντιμετωπίσει την κρίση. Οι ίδιοι παρακολουθούσαν γοητευμένοι την «αμέριμνη διακυβέρνηση» Καραμανλή και επέμειναν σε μαξιμαλιστικές διεκδικήσεις.
Εγκαθιστάμενη η κρίση χρέους στην Ελλάδα ουδόλως μετέβαλε τις απόψεις των στελεχών του ΣΥΡΙΖΑ.
Τον πρώτο καιρό αμήχανη ήταν η αντιμετώπισή της και η βασική θεώρηση δεν απείχε πολύ από εκείνη του Γιώργου Παπανδρέου όπως αποτυπώθηκε το καλοκαίρι του 2009 με εκείνο το αμίμητο «λεφτά υπάρχουν».
Ο ΣΥΡΙΖΑ πίστευε τότε ότι αν πάρεις πολλά από λίγους το πρόβλημα θα λυθεί και η κρίση θα αντιμετωπισθεί. Δεν εκτιμούσαν την περιστολή των δαπανών, ούτε βεβαίως ήθελαν να ακούσουν για επιβολή νέων φόρων. Πολύ περισσότερο δεν χώραγαν στην ανάλυσή τους οι ιδιωτικοποιήσεις.
Σταδιακά και καθώς εξελισσόταν η κρίση και οι συνέπειες για το ΠαΣοΚ πολλαπλασιάζονταν, ο ΣΥΡΙΖΑ έγινε επιθετικότερος, ενίσχυσε και διευκόλυνε τις μαζικές αντιδράσεις, ευνόησε τις επιθέσεις και τους προπηλακισμούς και εν γενεί έκανε ότι περνούσε από χέρι του τη δυσαρέσκεια των πολλών ανθρώπων να εκμεταλλευθεί και τις συνειδήσεις να επηρεάσει.
Τότε άρχισε να αναπτύσσει και την επιθετική ρητορική κατά των μέσων ενημέρωσης,τα οποία απέδωσε ως μήτρα του κακού, ως εστίες χειραγώγησης και προπαγάνδας.
Όσοι προειδοποιούσαν για τα επερχόμενα αποδίδονταν στην κοινωνία ως εχθροί του λαού, ως άλλα «μνημονιακά μαντρόσκυλα» που υπηρετούν τις εντολές των αφεντικών τους και άλλα παιδαριώδη τα οποία καμία σχέση δεν έχουν με την πραγματικότητα, κάτι που καλά γνωρίζουν όσοι έτυχε να εργαστούν ή εργάζονται στα λεγόμενα «συστημικά» μέσα.
Εκείνοι όμως που αντιμετώπισαν τις περισσότερες επιθέσεις ήταν εκείνοι οι οποίοι υπεράσπιζαν την ευρωπαϊκή πορεία της χώρας και τύχαινε να μεταφέρουν ανησυχίες ευρωπαίων αξιωματούχων ή να περιγράψουν το ενδεχόμενο επιστροφής στη δραχμή. Κατηγορούνταν για καλλιέργεια φόβου, για οικονομική τρομοκρατία και τόσα άλλα, που δεν έχει νόημα να επαναλάβουμε.
Στις διπλές εκλογές το καλοκαίρι του 2012 ο προπαγανδιστικός μηχανισμός του ΣΥΡΙΖΑ τα είχε δώσει όλα. Η δραχμή τότε δεν ήταν ταμπού, το χρέος έπρεπε να διαγραφεί ως δια μαγείας και η Ελλάδα να ακολουθήσει το παράδειγμα λατινοαμερικάνικων χωρών και άλλα εμφανώς προβληματικά, που δεν άξιζαν καν κριτικής.
Στη συνέχεια οι μεγαλοστομίες διαδέχονταν η μια την άλλη και στο βαθμό που πολιτικά απέδιδαν και έπειθαν τον αγανακτισμένο λαό ενισχύθηκαν έτι περαιτέρω. Στην περίοδο της διακυβέρνησης Σαμαρά δέσποζε στην επιχειρηματολογία του ΣΥΡΙΖΑ η άρνηση και η καταστροφολογία.
Μετά μάλιστα τις νικηφόρες για τον κ.Τσίπρα ευρωεκλογές το καλοκαίρι του 2014 κυριάρχησε ο επιθετικά λαϊκιστικός λόγος. Δηλώθηκε ευθέως ότι θα υπονομευθεί η εκλογή νέου Προέδρου της Δημοκρατίας και ακόμη παρουσιάστηκε το περιβόητο πρόγραμμα της Θεσσαλονίκης που αποτέλεσε μνημείο λαϊκισμού και καλλιέργειας ψευδών προσδοκιών.
Ο ΣΥΡΙΖΑ έβλεπε τότε εξουσία και μόνο εξουσία. Όσοι προειδοποιούσαν τον κ.Τσίπρα ότι θα βρει τείχος απέναντί του και ότι όλα όσα υπόσχεται θα καταπέσουν ως άλλος χάρτινος πύργος αντιμετωπίζονταν ως πράκτορες του εχθρού, ως γερμανοντυμένοι και υπηρέτες του Σόιμπλε και του Τόμσεν.
Όταν κάποιοι επισήμαναν στον κ.Τσίπρα πως αν η κυβέρνηση αποκλίνει από το πρόγραμμα θα περιπέσει σε παγίδα ρευστότητας αντιμετώπισαν λοιδορίες και απαξιωτικά σχόλια.
Με οδηγό το λαϊκισμό, τα ασύστολα ψεύδη, τη χυδαία προπαγάνδα εναντίον των εχθρών και όπλο την ακατάσχετη υποσχεσιολογία το κόμμα του κ.Τσίπρα ανήλθε στην εξουσία το Γενάρη του 2015.
Πολλοί τότε ψήφισαν τον ΣΥΡΙΖΑ υπολογίζοντας ότι κερδίζοντας και ερχόμενος αντιμέτωπος με το πρόβλημα της χώρας θα στρίψει προς τον ορθολογισμό. Πίστεψαν σ’ αυτό που ο Γιάννης Δραγασάκης περιέγραφε «ως βίαιη ωρίμαση του ΣΥΡΙΖΑ» υπό το βάρος της ευθύνης της διακυβέρνησης.
Χρειάστηκε να ναυαγήσει πολλές φορές η διαπραγμάτευση και να κινδυνεύσει η χώρα με απόλυτη καταστροφή για να μετακινηθεί ο κ.Τσίπρας.
Τα γεγονότα είναι γνωστά, όπως είναι γνωστό σε όλους ποιοι προειδοποιούσαν για τα επερχόμενα υβριζόμενοι και λοιδορούμενοι.
Αλλά και μετά τις εκλογές του περασμένου Σεπτεμβρίου και αφού είχε επέλθει πλήρης ανατροπή όλων των υποσχέσεων το κόμμα του κ.Τσίπρα επέμεινε στην κατασκευή εχθρών και στην εξάντληση των υποτιθέμενων διαπραγματευτικών δυνατοτήτων.
Κάπως έτσι φθάσαμε και πάλι σε οριακό σημείο.Ο κ.Τσίπρας τα κατάπιε όλα και την περασμένη Κυριακή τα ψήφισε όλα. Όπως και πέρσι το καλοκαίρι, έτσι και τώρα, επιχείρησε τη μεγάλη στροφή μόνο όταν ένιωσε το βάρος της χώρας να τον πλακώνει.
Η βίαιη ωρίμαση του ιδίου και του κόμματός του μας πήρε περίπου δεκαπέντε μήνες. Διάστημα γεμάτο χαμένες ευκαιρίες και αμέτρητο κόστος για τη χώρα και τους πολίτες της.
Τώρα πια υπολογίζει να κάνει καριέρα ως μνημονιακός, διαφημίζοντας το δική του ιστορία επιτυχίας.
Τι ξεχώρισε άραγε απ’ όλη αυτή τη δεκαπεντάμηνη περιπέτεια; Δεν θα ήταν υπερβολή να πούμε ότι ήταν η ρητορική κατά του Τύπου και εναντίον των ελεύθερων φωνών που χαρακτήρισε τη μέχρι τώρα διακυβέρνηση Τσίπρα. Και αυτό γιατί απλούστατα σκοπός ήταν ο έλεγχος του λόγου και η επικράτηση της πιο χοντροκομμένης προπαγάνδας που γνώρισε ο τόπος στα μεταπολιτευτικά χρόνια.
Με τη διαφορά ότι τέτοιοι στόχοι είναι ανέφικτοι σε μια ελεύθερη χώρα σαν την Ελλάδα.