Στη σημερινή συγκυρία καθένας που διαθέτει στοιχειώδη πραγματισμό και αποδέχεται, κατά βάση, την ελεύθερη αγορά ως το πλαίσιο λειτουργίας της οικονομίας, αντιλαμβάνεται, ανεξαρτήτως πολιτικών προτιμήσεων, ότι τα περισσότερα προβλήματα της τόπου, όπως η βιωσιμότητα του δημόσιου χρέους, η ανεργία, το ασφαλιστικό και η μετανάστευση των νέων δεν μπορούν να αντιμετωπιστούν αποτελεσματικά, παρά μόνο μέσα από την επανεκκίνηση της οικονομίας: μέσα από την παραγωγική ανασυγκρότηση της χώρας και την οικονομική της ανάπτυξη.

Για το σκοπό αυτό, παράλληλα με τη στοχευμένη προστασία των πραγματικά αδυνάτων, πρώτη προτεραιότητα πρέπει να είναι η λήψη μέτρων για προσέλκυση επενδύσεων. Χωρίς, φυσικά, αυτό να καθιστά περιττό το στρατηγικό και εποπτικό ρόλο του κράτους. Το παράδειγμα, άλλωστε, το έδωσαν κατά το πρόσφατο παρελθόν όχι μόνο οι υπόλοιπες μνημονιακές χώρες, που εφήρμοσαν ολοκληρωμένα και, ως εκ τούτου, αποτίναξαν πλέον ως περιττά τα μνημόνιά τους, αλλά και άλλες ευρωπαϊκές χώρες, πιο κραταιές οικονομικά: κι αυτές με τέτοιες φιλοεπενδυτικές μεταρρυθμίσεις «μπόλιασαν» τις οικονομίες τους όταν η ανάγκη για τόνωση της ανταγωνιστικότητάς τους έγινε επιτακτική, προκειμένου να επανεκκινήσει ένας νέος αναπτυξιακός κύκλος. Και μάλιστα, αυτό συχνά συνέβη με κυβερνήσεις σοσιαλδημοκρατικές. Κάτι που δεν πρέπει να μας ξαφνιάζει, αφού η πολιτική απαιτεί πρώτα απ’ όλα ορθή «ανάγνωση» των αναγκών της πραγματικότητας στη συγκεκριμένη, κάθε φορά, ιστορική συγκυρία και δεν είναι άσκηση ιδεολογικής καθαρότητας. Αρκεί να θυμηθούμε τις κυβερνήσεις του Μπλερ στο Ηνωμένο Βασίλειο, του Σρέντερ στη Γερμανία ή του Ρέντσι σήμερα στην Ιταλία..

Και βέβαια, στα αναπτυξιακά αυτά μέτρα, υπό ευρεία έννοια, που έχει ανάγκη ο τόπος, συμπεριλαμβάνεται και η δέσμη όλων εκείνων των μεταρρυθμίσεων που αποσκοπούν στην αναβάθμιση της παιδείας και της έρευνας και στην οικοδόμηση ενός αποτελεσματικού κράτους, που συμπαρίσταται και δεν ταλαιπωρεί τους αδυνάτους∙ που δεν «πνίγει», αλλά διευκολύνει το «επιχειρείν».Που σέβεται το δημόσιο χρήμα, συμπιέζοντας τις δαπάνες, όπου αυτές δεν αντέχουν σε έναν έλεγχο κοινωνικού κόστους – ωφέλειας.

Σήμερα, όμως, αντιθέτως έχουμε μια κυβέρνηση αυστηρώς ακατάλληλη για τις περιστάσεις, που διώκει οτιδήποτε είναι ιδιωτικό και οποιονδήποτε παράγει προϊόντα, υπηρεσίες και θέσεις εργασίας.
Πρόσφατη και αδιάσειστη απόδειξη γι’ αυτό αποτελεί, δυστυχώς, η φιλοσοφία που διέπει τις προτάσεις της για το ασφαλιστικό και το φορολογικό. Συγκεκριμένα, ενώ δεσμεύουμε για χρηματοδότηση των συντάξεων το 16% περίπου του ΑΕΠ μας, τη στιγμή που τα υπόλοιπα κράτη της ΕΕ δίνουν για το σκοπό αυτό ποσοστό της τάξεως του 10% του δικού τους ΑΕΠ και, άρα, είναι προφανής η ανάγκη να λύσουμε την εξίσωση του ασφαλιστικού κυρίως μέσω του σταδιακού περιορισμού των δαπανών, η κυβέρνηση κάνει ό,τι μπορεί, για να..πετύχει το αντίθετο: να μειώσει κι άλλο ή, έστω, να κρατήσει καθηλωμένο το ΑΕΠ στα σημερινά καταθλιπτικά επίπεδα, «εξοντώνοντας» τον κόσμο της παραγωγής, της εργασίας και τις προοπτικές της νεολαίας, με το να προτείνει την επιβολή απαγορευτικά υψηλών και μη ανταποδοτικών (άρα και μη..εισπράξιμων) εισφορών στις επιχειρήσεις, τους αυτοαπασχολούμενους, τους ελεύθερους επαγγελματίες και τους νέους..Και τώρα, με την πρότασή της για το φορολογικό προτείνει περαιτέρω γενναία αύξηση των φορολογικών συντελεστών. Παράνοιας συνέχεια.. Στέλνει δηλαδή το διπλό λάθος μήνυμα την πιο κρίσιμη στιγμή. Είναι σαν να θέλει να κηρύξει τη χώρα, περιοχή απαγορευμένη σε επενδυτές. Είναι το ίδιο σήμα, άλλωστε, που έστειλε και στην περίπτωση των Σκουριών..

Εδώ δεν πρόκειται για.. «ταξικός μίσος». Πρόκειται για έλλειψη ρεαλισμού ή, διαφορετικά, για κυνική καθεστωτική λογική που αδιαφορεί για το μεσο – μακροπρόθεσμο μέλλον του τόπου, συνεπώς, και των ίδιων των ψηφοφόρων της τελικά και ενδιαφέρεται μόνο για αυτό που μπορεί να τύχει άμεσης πολιτικής αξιοποίησης: το να αποτρέψει προσωρινά το ξεβόλεμα της κρατικοδίαιτης πελατείας της, αδιαφορώντας για το ότι αυτό όχι μόνο δεν μπορεί να έχει διάρκεια, αλλά θα οδηγήσει και σε χειροτέρευση της όλης κατάστασης στο μέλλον.

Πρόκειται, κατά βάθος, για τον ίδια εκείνη καθεστωτική αντίληψη, που σε έναν άλλον τομέα, εκείνον των θεσμών, ωθεί την κυβέρνηση να ασχημονεί με πρωτοφανή για δυτική κοινοβουλευτική δημοκρατία τρόπο σε βάρος των ενοχλητικών θυλάκων ανεξαρτησίας · με πρόσφατο παράδειγμα τις τροπολογίες της για την Επιτροπή Ανταγωνισμού και φυσικά τη στάση της έναντι του Εθνικού Συμβουλίου Ραδιοτηλεόρασης, από το οποίο υφήρπαξε προς όφελος της κυβερνητικής κοινοβουλευτικής πλειοψηφίας την αρμοδιότητα έκδοσης τηλεοπτικών αδειών, παρόλο που το ζήτημα αυτό ανήκει στην αποκλειστική αρμοδιότητα της εν λόγω Αρχής βάσει συνταγματικών προβλέψεων (άρθρο 15 παρ. 2 Σ)!

Παρότι, λοιπόν, σήμερα πολλά προβλήματα, όπως το ασφαλιστικό, έχουν όντως προσλάβει εθνικές διαστάσεις, πολύ φοβούμαι ότι δεν υπάρχει, προς το παρόν τουλάχιστον, η απαιτούμενη σύγκλιση απόψεων ανάμεσα στα φιλευρωπαϊκά κόμματα της αντιπολίτευσης και τον Σύριζα, που θα καθιστούσε εθνικά επωφελή τη συναίνεση ή την ευρύτερη κυβερνητική συνεργασία. Γιατί, όπως εθνικό είναι μόνο το αληθές, έτσι και μια κυβέρνηση συνεργασίας, εθνικής ενότητας ή μη, μπορεί να βοηθήσει την πατρίδα μόνο αν στηρίζεται σε αλήθειες: και πρωτ’ απ’ όλα στις αλήθειες που η ίδια η πραγματικότητα υπαγορεύει, οικονομική και μη.

Ο σχηματισμός κυβέρνησης εθνικής ενότητας ή ευρύτερης συνεργασίας, εν ολίγοις, δεν είναι αυτοσκοπός∙ ούτε εξ ορισμού εθνικά ωφέλιμος, παρά μόνον αν μπορεί να λειτουργήσει ως όχημα για ορμητική εφαρμογή μιας εθνικά επωφελούς πολιτικής. Και για κάτι τέτοιο, δεν αφήνει πολλά περιθώρια ελπίδας ο μέχρι σήμερα κυβερνητικός βίος των Συριζανέλ. Εκτός κι αν την ύστατη στιγμή ο Τσίπρας, όντας πλέον πολιορκημένος από εξαπατημένους ψηφοφόρους του που αίφνης απομαγεύθηκαν, αναγκαστεί να αποκτήσει επιτέλους αίσθηση πραγματισμού και εθνικής ευθύνης..

Ο Νίκος Τέλλης είναι Καθηγητής Νομικής Α.Π.Θ.