«Η νοσταλγία δεν είναι πια αυτό που ήταν» ισχυρίζεται η Σιμόν Σινιορέ στην αυτοβιογραφία της. Και τι είναι; «Η νοσταλγία είναι πέτρα στον λαιμό» λέει ο Οδυσσέας Ιωάννου σε ένα τραγούδι του. Δυνατή εικόνα, ακατάλληλη όμως για τις ημέρες των γιορτών. «Νοσταλγία είναι να αναπολείς την ευχαρίστηση χωρίς να ξαναζείς τον πόνο» κατά την Μπέτι Ντέιβις. Αυτό μου κάνει. Η επιστροφή σε κάτι όμορφο, που, κι αν σε μελαγχολεί ελαφρώς, γλυκαίνει τη ζωή σου. Αυτή είναι η νοσταλγία, που σαν μεταξωτό κύμα έρχεται την περίοδο των γιορτών –πάντα, κάθε χρόνο, αυτές τις ημέρες. Σαν αχλύ «φτιαγμένη» με τα υλικά τής μέχρι σήμερα ύπαρξής μου, με τυλίγει για να με παρηγορήσει. Την περιμένω, όμως πάντα καταφέρνει να με αιφνιδιάζει, έτσι που εμφανίζεται απροειδοποίητα, όπως με μια ασήμαντη αφορμή (μια μυρωδιά, ένα νεύμα, μια λέξη) βρίσκει την ευκαιρία να εισβάλει στο παρόν.
Αυτό έκανε και τις προάλλες. Είχα μπει σε ένα ντελικατέσεν, από εκείνα που μοιάζουν με κοσμηματοπωλεία. Που έχουν τα ράφια τους γεμάτα με μικρούς, υπερτιμολογημένους θησαυρούς. Στις καλές εποχές, θα το είχα σηκώσει όλο. Εφέτος ήμουν αποφασισμένος (βλέπε αναγκασμένος) να μείνω στα απαραίτητα για ένα τραπέζι σεμνό μεν, διαφορετικό όμως από τα συνηθισμένα, τα καθημερινά. Αγόρασα «Βαλσαμικό ξίδι με μπλούμπερις» που δίνει στο μαρούλι αυτό το κάτι που το κάνει εορταστικό. Πήρα και μια φοβερή καπνιστή μελιτζανοσαλάτα, κάτι ολοστρόγγυλα τυράκια με πιπέρι, μερικές φέτες παστράμι. Ενώ περίμενα στο ταμείο, με πλησίασε η κοπέλα με το δισκάκι: «Θα δοκιμάσετε τα σφολιατάκια μας; Είναι φτιαγμένα στο χέρι με κανέλα, καρύδια και μέλι».
Τρεις λέξεις στη σειρά και ιδού η ασήμαντη αφορμή που ξύπνησε εφέτος τη νοσταλγία: Κανέλα, καρύδια και μέλι είχαν τα ξεροτήγανα που κάναμε στο σπίτι, για το τραπέζι της γιορτής, όταν ήμουν παιδί. Πήρα το μπισκοτάκι (μια μικροσκοπική βεντάλια από φυλλαράκια ζύμης διπλωμένα το ένα μέσα στο άλλο), το έβαλα στο στόμα και με την πρώτη δαγκωνιά γεύτηκα ξανά εκείνα τα σπιτικά, παραδοσιακά γλυκά, που η συνταγή τους (η συνταγή της γιαγιάς μου) έχει πια χαθεί. Φιογκάκια (έτσι τα φτιάχναμε) με μέλι και καρύδια στην πιατέλα και γύρω γύρω όλη η οικογένεια, χωρίς απώλειες τότε. Μια μονοκατοικία με μια λεμονιά στην αυλή. Εγώ να κρατώ την άκρη από μια μαύρη ρόμπα με μικροσκοπικά άσπρα λουλουδάκια και να τρέχω πίσω της, να οδηγώ ένα ποδηλατάκι με τρεις ρόδες (το πρώτο μου), να ανοίγω ένα καλοτυλιγμένο σε χαρτί με πολύχρωμους ρόμβους επιτραπέζιο παιχνίδι («Ντάμα» στη μία πλευρά, «Φιδάκι» στην άλλη).
Κοίταξα την υπάλληλο με πόθο (για τον δίσκο με τα μπισκοτάκια, όχι για την ίδια) και παρότι δεν το συνηθίζω, πλησίασα και ρώτησα: «Μπορώ να πάρω άλλο ένα;». Μου πρόσφερε δύο, της ευχήθηκα τα καλύτερα και συνέχισα να μασουλάω και να αναπολώ. Πίσω μου άκουσα μια κυρία να αρνείται το κέρασμα λέγοντας «δεν μου αρέσει η κανέλα». Μου ήρθε αυθόρμητα να γυρίσω και να της πω «δεν ξέρετε τι χάνετε», σκέφτηκα όμως πως οι δικές της αναμνήσεις μπορεί να είχαν γεύση από κουραμπιέ, από κάστανο, από πολίτικη βασιλόπιτα, από χοιρινό με κυδώνια. Βγήκα στον δρόμο. Ολα ήταν υπέροχα, σαν σε μιούζικαλ. Αν δεν ντρεπόμουν, ίσως και να έκανα τα χορευτικά πηδηματάκια που κάνει ο Τζιν Κέλι στις ταινίες του όταν θέλει να δηλώσει χαρούμενος, ξέρετε, που ενώνει τις φτέρνες του και τινάζεται λοξά στον αέρα. Μήπως να γύριζα για να αγοράσω μερικά ακόμη από τα μαγικά μπισκοτάκια; Γρήγορα αποφάσισα πως δεν χρειαζόμουν άλλη δόση νοσταλγίας. Ηταν αρκετή αυτή που είχα πάρει, για όλες τις γιορτές και για τους μήνες που θα έρχονταν. Συνέχισα να περπατώ ευτυχισμένος που ακόμη κι αν «Η νοσταλγία δεν είναι πια αυτό που ήταν», πάντα θα έχει περίοπτη θέση στα ράφια του ντελικατέσεν των εορταστικών συναισθημάτων.

* Δημοσιεύθηκε στο BHmagazino την Παρασκευή 25 Δεκεμβρίου 2015

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ