Ποιο αγοράκι φταίει; Ο Φερδινάνδος ή ο Μπρούνο;
Ο πρώτος επιτέθηκε στον συμμαθητή του με ένα ραβδί και του έσπασε δύο κοπτήρες. Ο δεύτερος τον προκάλεσε αποκαλώντας τον «καρφί». Και οι δύο είναι έντεκα χρονών. Οι μπαμπάδες τους δεν βρίσκουν και τόσο τρομερό αυτό που συνέβη. Ολα τα αγοράκια παίζουν λίγο ξύλο μεταξύ τους, φυσιολογικό δεν είναι; Δεν αποτελεί κι αυτό μέρος του βιωματικού πλούτου που οδηγεί –έστω και με δύο δόντια λιγότερα –στην ενηλικίωση; «Χρειάζεται μια διαδικασία μαθητείας προτού η βία δώσει τη θέση της στο δίκαιο. Το πρώτο δίκαιο που ίσχυσε στην ανθρωπότητα, σου θυμίζω, ήταν το δίκαιο του ισχυρού» επιμένει ο Αλέν, ένας από τους δύο μπαμπάδες και καρχαρίας μεγαλοδικηγόρος που προσήλθε σε αυτή την άβολη συνάντηση γονέων μόνο και μόνο επειδή τον έσυρε η γυναίκα του Ανέτ.
Η μητέρα του νεαρού τραυματία, Βερονίκη, έχει εντελώς αντίθετη άποψη. Θεωρεί ότι η βία ταιριάζει στους ανθρώπους των σπηλαίων και ότι έκτοτε έχουμε εξελιχθεί ως είδος. Η Βερονίκη πηγαίνει τα παιδιά της σε συναυλίες και σε εκθέσεις. Το σαλόνι του σπιτιού τους –όπου εξελίσσεται το έργο –είναι διάσπαρτο με μονογραφίες καλλιτεχνών. Η ίδια ετοιμάζει ένα βιβλίο για την «τραγωδία στο Νταρφούρ»… «Δεν ζούμε στην Κινσάσα! Ζούμε στην Ευρώπη, σύμφωνα με τις αρχές του δυτικού πολιτισμού!» επιμένει εξοργισμένη όταν ο Αλέν συγκρίνει τους γιους τους με τα αγοράκια-δολοφόνους στο Κονγκό.
Ακροβατώντας μεταξύ «υψηλού» και «χαμηλού», η Ρεζά (τη θυμάστε ίσως από το μεγάλο της σουξέ, το «Art») αποδομεί συστηματικά τους αυτάρεσκους, μεσο/μεγαλο-αστούς ήρωές της, σκάει με την πένα της τη φούσκα της επίφασης και των «καλών τρόπων» τους. Οι τέσσερις ενήλικοι θα αρχίσουν να φέρονται σαν μικρά παιδιά και το σαλόνι θα μετατραπεί σε πεδίο μάχης –χωρίς απώλειες, εκτός ίσως από την πληγωμένη αυτοκυριαρχία τους. Τα πρωτόγονα ένστικτα καιροφυλακτούν και με την πρώτη ευκαιρία αναδύονται. Ο Κοκόσκα και ο Μπέικον δεν μπορούν να τα εμποδίσουν.
«Ο θεός της σφαγής» μπορεί να μην είναι ένα βαθυστόχαστο κείμενο, η Ρεζά όμως ξέρει να στολίζει με γοητευτικές πινελιές την ατμόσφαιρά της. Βάζει τους ήρωες να τρώνε κλαφουτί (τάρτα με φρούτα) και να πίνουν εσπρέσο περιτριγυρισμένοι από φρέσκες τουλίπες μόνο και μόνο για να τα γκρεμίσει όλα σταδιακά: το κλαφουτί θα ξεχυθεί από το στόμα της Ανέτ ως εμετός που θα σαρώσει τους μεγάλους ζωγράφους, ενώ οι τουλίπες θα μετατραπούν σε σπασμένα κοτσάνια σπαρμένα στο σφουγγαρισμένο πάτωμα. Οσο η ώρα περνά και ο καφές αντικαθίσταται από ρούμι, τόσο οι άμυνες πέφτουν και οι συμμαχίες μεταβάλλονται. Το τέλος τούς βρίσκει όλους μόνους –διαισθανόμαστε όμως πως θα επιστρέψουν κανονικά στη ζωή τους την επομένη, ίσως λίγο γρατζουνισμένοι…
Ο Κωνσταντίνος Μαρκουλάκης διαβάζει έξυπνα το έργο και ευφυώς αναδεικνύει την κωμική διάστασή του περισσότερο από τη «σοβαρή». Ουδέποτε προσπαθεί να μας περάσει βαρύγδουπα μηνύματα για την υποκρισία και την παρακμή της κοινωνίας μας. Τον ενδιαφέρουν οι ήρωες και ο άγαρμπος, χαριτωμένος τρόπος με τον οποίο προσπαθούν να υπερισχύσουν είτε έναντι τρίτων είτε έναντι των συντρόφων τους. Ετσι κι εμείς εστιάζουμε την προσοχή μας στο παίξιμο των ηθοποιών –χρησιμοποιώ τη λέξη με τη διττή σημασία της, εφόσον δίνουν, ώρες-ώρες, πραγματικά την εντύπωση ότι «παίζουν» –και στον τρόπο με τον οποίο οικοδομούν τους ρόλους τους μέσα από εκφράσεις, κινήσεις, μικρά ευρήματα κ.ο.κ.: το αθόρυβο και πλέον ενοχλητικό κινητό του Αλέν (Μαρκουλάκη) που έχει γίνει πλέον προέκταση του χεριού του. Την ημιβουλιμική επίθεση στο κλαφουτί. Το ξεχαρβάλωμα της Ανέτ (Στεφανία Γουλιώτη), η οποία όσο πιο πολύ ρούμι πίνει τόσο πιο ενδιαφέρουσα υποκριτικά γίνεται. Τις νευρόσπαστες, σχολαστικές κινήσεις της Βερονίκης (Λουκία Μιχαλοπούλου) που χτίζει μια περσόνα-έκπληξη, εκνευριστική και αξιαγάπητη, και κλέβει τις εντυπώσεις. Την ελεγχόμενη υπερβολή του Μισέλ (Οδυσσέας Παπασπηλιόπουλος) με μάτια και φωνή που γουρλώνουν και ξεγουρλώνουν σαν από λάστιχο.
«Ο θεός της σφαγής» συνιστά μια παράσταση απολαυστική, μια εγγυημένη βραδιά ευφορίας στο θέατρο.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ