Το «Chevalier» του τίτλου της τελευταίας ταινίας της Αθηνάς – Ραχήλ Τσαγγάρη είναι ένα δαχτυλίδι, έπαθλο του παιχνιδιού μεταξύ έξι αντρών πάνω σε ένα πολυτελές σκάφος με τριμελές πλήρωμα και πάλι αποτελούμενο από άντρες. Στο ανορθόδοξο αυτό παιχνίδι πάνω σε ένα σκάφος που ποτέ δεν απομακρύνεται ιδιαίτερα από τη στεριά, σαν να πρέπει να υπάρχει διαρκώς μια απόσταση ασφαλείας, ο κάθε άντρας βαθμολογεί τον άλλον. Στο οτιδήποτε. Από το πώς πλένει το σκάφος ως το πώς αντιδρά ακούγοντας μια σκληρή αλήθεια για τη ζωή του.
Μαζεύονται πόντοι, αυτός με τους περισσότερους θα βγει νικητής. Η ιδέα είναι θαυμάσια, όπως άλλωστε όλες οι βασικές ιδέες που υπάρχουν πίσω από ταινίες στις οποίες συν-σεναριογράφος είναι ο συγγραφέας Ευθύμης Φίλιππου («Κυνόδοντας», «Αλπεις», «Αστακός»).
Γιατί καταλαβαίνεις φυσικά ότι το παιχνίδι θέλει για κάτι να μας κλείσει το μάτι. Το τι είναι όμως αυτό το κάτι για το οποίο η Τσαγγάρη μάς κλείνει το μάτι θα πρέπει να το βρούμε μόνοι μας. Και αν το βρούμε. Σχέση εξουσιαστή – εξουσιαζομένου; Σχόλιο για τον φασισμό; Το «1984» του Τζορτζ Οργουελ εν πλω; Μπορεί. Γιατί όχι;
Αλλά και γιατί ναι; Οπως όλες οι ταινίες στις οποίες έχει μπει ο δάκτυλος Φιλίππου, με ή χωρίς Chevalier, έτσι και αυτή η ταινία είναι ένα αίνιγμα χωρίς λύση διότι πολύ απλά ουδείς ενδιαφέρθηκε στ’ αλήθεια να τη δώσει.
Είναι κακό αυτό; Οχι βέβαια. Μήπως όμως είναι «λίγο»; Για όσους έχουν προσδοκίες από την ταινία, νομίζω ότι είναι. Κάτι λείπει. Οπως πάντα με τον Φιλίππου, έτσι και στο «Chevalier» το μαχαίρι δεν μπαίνει ποτέ στο κόκαλο ή, αν θέλετε (για να κάνω και λίγο τον έξυπνο, αφού όλη η ταινία εκτυλίσσεται πάνω σε ένα σκάφος όπως το «Μαχαίρι στο νερό» του Ρόμαν Πολάνκσι), το μαχαίρι μένει στον αφρό.
Αρα τι μένει; Η ανεκδοτολογία, θα έλεγα. Οι χαριτωμένες καταστάσεις που στήνονται για να φτιαχτεί ένα όμορφο στην όψη ψηφιδωτό του οποίου την εικόνα ποτέ δεν μπορείς να ορίσεις με ακρίβεια. Μένουν όμως και οι ήρωες, διότι η Τσαγγάρη, μια γυναίκα μόνη μέσα στη «βαρβατίλα», καταφέρνει να πλάσει διαφορετικούς τύπους αντρών που όλοι έχουν ενδιαφέρον.
Ξεχωρίζεις αμέσως τον πάμπλουτο γιατρό που έχει μανία με τους κανόνες, καθότι σε αυτόν ανήκει το σκάφος. Είναι ο Γιώργος Κέντρος, μια αυστηρή, ακέραια μορφή που όσο τα χρόνια περνούν στενοχωριέσαι που δεν έδωσε στον εαυτό του την ευκαιρία να παίξει λίγο περισσότερο σινεμά. Του ταιριάζει. Ξεχωρίζει όμως και ο Σάκης Ρουβάς, αγνώριστος αλλά όχι επιτηδευμένα αγνώριστος όπως ενδεχομένως μπορεί κανείς να του χρεώσει τον υπερβολικό κατά συρροήν δολοφόνο που έπαιξε «Στα άκρα». Εδώ υποδύεται έναν κανονικό άνθρωπο, έναν αθλητικό, ωραιοπαθή, καλλιεργημένο, μα και ανασφαλή γιατρό που δείχνει διαρκώς ενοχλημένος από κάτι αλλά δεν κάνει καμία απολύτως προσπάθεια για να το αντιμετωπίσει στα ίσα. Ο Μάκης Παπαδημητρίου βγάζει γέλιο παίζοντας τον «χαζούλη» που «καπελώνεται» από τον υπεροπτικό ασφαλιστή αδελφό του (Γιώργος Πυρπασόπουλος). Ωστόσο ο Βαγγέλης Μουρίκης είναι που προσφέρει τη σκηνή που πραγματικά γελάς, όταν προσπαθεί να αποδείξει πως το πέος του είναι όντως μεγάλο –και με το παραπάνω. Εύκολη όμως σκηνή, πολύ κατώτερη από την καλύτερη της ταινίας, την πιο ανθρώπινη, τη πιο σαρκική, όταν και πάλι ο Μουρίκης τσακώνεται με τον Πάνο Κορώνη, τη μοναδική φωνή τρυφερής λογικής μέσα σε αυτόν τον παράλογο φαλλικό μικρόκοσμο.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ