Κάθε φορά που βλέπω τα κορίτσια των παλιών ελληνικών ταινιών, εκείνα με το μαλλί-λάχανο, να τηλεφωνούν στους εραστές τους από τα χαρακτηριστικά ξύλινα, κατακίτρινα περίπτερα, έρχεται στο στόμα μου η λιγωτική γεύση της καραμέλας με την αγελαδίτσα. Αμέσως μετά η αίσθηση του πολτού που έχει κολλήσει στα δόντια, στα ούλα, στον ουρανίσκο. Πολύ μικρός έβαζα το χέρι μου, τον ξεκολλούσα και συνέχιζα το μάσημα. Αργότερα διάβασα ότι το σαβουάρ βιβρ απαγορεύει ρητώς τα χέρια στο στόμα, ντρεπόμουν να το κάνω και τις έκοψα. Εξακολουθώ, πάντως, όποτε συναντώ ένα παλαιού τύπου περίπτερο, να «γεύομαι» τις καραμέλες –από εκεί τις αγόραζα. Και κάτι άλλες, σαν ζελεδάκια, με γεύση τριαντάφυλλο και με κόκκους ζάχαρης κολλημένους στην επιφάνειά τους, που όμως δεν μου πολυάρεσαν.
Θυμάμαι και τα πολύχρωμα (υπερπαραγωγή τότε στα μάτια μου) τεύχη του «Τιραμόλα» και του «Μίκυ» που κρέμονταν με μανταλάκια από το γείσο των περιπτέρων, και που, αν είχα διαβάσει τα μαθήματά μου, μου επέτρεπαν να αγοράσω. Εντονη εικόνα των παιδικών μου χρόνων τα πολυκαταστήματα τσέπης που «φύονταν» σε κάθε γωνία της πόλης. Πιο κομψά και χαριτωμένα από τα σύγχρονα που τα αντικατέστησαν. Με πιο έντονη προσωπικότητα. Επειδή το κίτρινο χρώμα τους σού επιβαλλόταν; Ηταν και η κομψότητα που τους έδιναν τα ξύλινα ρολά τους –όμοιά τους βλέπεις πλέον μόνο σε κάτι υπό κατάρρευση σπίτια-μαγαζιά. Η αίσθηση του χειροποίητου σε όλο της το μεγαλείο.
Πολλά τέτοια χειροποίητα περίπτερα έστειλα δώρο σε φίλους στο εξωτερικό όταν ανακάλυψα, στα βιβλιοπωλεία, το «Greek kiosk» ως χαρτοκοπτική. Ενώ, όμως, εγώ αγόραζα και ταχυδρομούσα χάρτινα περίπτερα (που τα έκοβες, τα συναρμολογούσες και τα στόλιζες στον χώρο σου), στον δρόμο προς το γραφείο και στις σχεδόν καθημερινές βόλτες μου στο κέντρο της πόλης έβλεπα το ένα μετά το άλλο τα πραγματικά περίπτερα να κατεβάζουν ρολά. Διάβασα πως καταργούνται. Κάθε περιπτερούχος που βγαίνει σε σύνταξη κλείνει την επιχείρησή του, δεν μπορεί πια να τη μεταβιβάσει στους δικούς του. Το ίδιο και σε περίπτωση θανάτου του ιδιοκτήτη, ούτε τότε γίνεται μεταβίβαση.
Οσο και αν μου αρέσει να ανατρέχω στο παρελθόν, καθώς το βρίσκω εξαιρετικά ενδιαφέρον, παραμένω άνθρωπος που δεν τρομάζει από τις αλλαγές. Ολα τα συνηθίζουμε, σε όλα προσαρμοζόμαστε. Οπως κάποτε αφήσαμε τα πετρογκάζ και περάσαμε στην ηλεκτρική κουζίνα, όπως μαθαίνουμε ότι εκτός από το χρήμα υπάρχει και πλαστικό χρήμα που θα αρχίσουμε να χρησιμοποιούμε αποκλειστικά τα επόμενα χρόνια, έτσι θα μάθουμε να αγοράζουμε τσίκλες, τσιγάρα, περιοδικά και εφημερίδες από τα σουπερμάρκετ ή από οτιδήποτε άλλο δημιουργηθεί για να αντικαταστήσει το περίπτερο. Ομως, εδώ το θέμα δεν είναι μόνο πρακτικό: Το ελληνικό περίπτερο, στην ιστορική διάστασή του (τα πρώτα εμφανίστηκαν στα αστικά κέντρα της περιφέρειας στις αρχές του 20ού αιώνα, ενώ το πρώτο αθηναϊκό στήθηκε κάπου στην Πανεπιστημίου, τον Σεπτέμβριο του 1911), είναι κάτι περισσότερο από μαγαζί. Πρόκειται για πολύτιμο κομμάτι του αστικού τοπίου, για δείγμα της αισθητικής εκείνων των χρόνων, για απομεινάρι μιας Αθήνας, μιας Ελλάδας που αν και δεν υπάρχει πια, δεν πρέπει να την ξεχάσουμε.
Οπως δεν πρέπει να ξεχνάμε την Ιστορία μας. Οπότε, ακόμη και σήμερα που οι όροι και οι ανάγκες της αγοράς αλλάζουν, ερωτώ: δεν θα έπρεπε να διατηρούνταν ορισμένα, έστω, από τα παλιά περίπτερα ως αξιοθέατα, τουριστικές ατραξιόν, μνημεία, στο ιστορικό κέντρο της Αθήνας; «Save the kiosk!», κύριοι, για τα μάτια των τουριστών, αλλά και προς γνώσιν των γενεών των Ελλήνων που θα έρθουν. Σκέψεις πολυτελείας σε μια πόλη όπου κάθε μνημείο γίνεται στόχος βανδάλων; Ασήμαντη απώλεια, το φτωχο-kiosk, ανάμεσα στις άλλες, τις σημαντικές; Είναι, όμως, τα μικρά και τα ασήμαντα που κάνουν ενίοτε τη διαφορά. Που γίνονται σημαντικά, όταν φέρουν την ιστορική μνήμη.

* Δημοσιεύθηκε στο BHmagazino την Κυριακή 22 Νοεμβρίου 2015

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ