Το θέμα (ποιο θέμα) προέκυψε διαβάζοντας Νάσο Βαγενά, φίλο από τα πρώτα χρόνια της μεταπολίτευσης, που του χρωστώ πολλά. Πρόκειται για δεμένο τόμο, κάπως βαρύ στο χέρι, με ποιήματα σαράντα χρόνων, από το 1974 έως το 2014, σε 413 μετρημένες σελίδες, μοιρασμένες στις έντεκα ποιητικές συλλογές. Τίτλος του: «Βιογραφία». Που ψάχνοντας βρέθηκε μεσότιτλος και στο πρώτο ποίημα της συλλογής «Η πτώση του Ιπταμένου». Αντιγράφω επακριβώς:
«Μια βιογραφία, κύριοι, πρέπει, ν’ αρχίζει με την αναπνοή ενός ανθρώπου, όταν τα μάτια του αντικρίζουν για πρώτη φορά το φως της μέρας. Επειτα / να συνεχίζεται με τη γνωστή φορά ώς τον θάνατο / όταν το φως της μέρας δεν υπάρχει πια. / Ετσι τελειώνει μια βιογραφία. Εκτός αν αντιστρέψουμε τα πράγματα / ξεκινώντας από τον θάνατο και πηγαίνοντας προς τη γέννηση, / αρχίζοντας τη ζωή μ’ ένα φέρετρο, προχωρώντας προς την κούνια. / Εν η περιπτώσει, κύριοι, η βιογραφία κλείνει, τέλειωσε / όταν το θέμα μας έχει γεννηθεί –οπότε μένουν απέξω / πατέρες, πρόγονοι, προπάπποι, συγγενείς, γενεαλογίες, αγχιστείες / και τα παρόμοια που θα μπορούσε ν’ απαριθμεί κανείς επί μακρόν».
Το ποίημα υπογράφεται κάτω δεξιά με το όνομα Carl Sandburg. Ο τόμος δεν συνοδεύεται από πρόλογο, επίλογο και σχόλια. Εχω την αίσθηση πως πρόκειται για ποίημα προγραμματικό, ποίημα ποιητικής. Υπόθεση πιθανή, αν υπολογίσουμε πως με την ίδια λέξη τιτλοφορείται ο τόμος των ποιημάτων και το πρώτο ποίημα της προκείμενης συλλογής.
Η «βιογραφία» πρώτα εξαγγέλλεται στην αρχή της, στη συνέχεια και στο τέλος της, με όρια τη γέννηση και τον θάνατο, και αντιστρόφως. Ωσότου προκύψει το «θέμα μας», που αχρηστεύει τη γενεαλογία της, με τα προηγούμενα και τα παρεπόμενά της, παραμένοντας όμως το ίδιο απροσδιόριστο.
Θα τολμήσω μιαν υπόθεση: «το θέμα μας» υπονοεί εδώ μια τέχνη που προοικονομεί την τέχνη της ποίησης. Η οποία όμως στα έπη του Ομήρου δεν μαρτυρείται. Αντ’ αυτής στην Ιλιάδα απαντά το ρήμα «ποιέω» με τη σημασία «κάνω», κατασκευάζω» και χρεώνεται κατ’ εξοχήν στον χωλό θεό Ηφαιστο. Απαράμιλλο τεχνίτη-καλλιτέχνη που δουλεύει κυρίως τα μέταλλα: τον χαλκό, τον κασσίτερο, τον χρυσό και το ασήμι, με σύνεργα τη φωτιά, το αμόνι, τη βαριά, τα φυσερά και τη μασιά, κατασκευάζοντας τα δικά του «ποιήματα».
Στην Ιλιάδα μ’ αυτή την ιδιότητα διαπρέπει κυρίως ο Ηφαιστος. Ο ποιητής τού παραχωρεί κάπου τετρακόσιους στίχους στη δέκατη όγδοη ραψωδία με τη διάσημη «Ασπίδα του Αχιλλέα», έργο ασυναγώνιστο του Ηφαίστου, που προβάλλεται με την ισάξια περιγραφή του από τον Ομηρο. Δεν λείπουν άξιοι ομηριστές που πιστεύουν ότι η τέχνη του Ηφαίστου στην προκειμένη περίπτωση αποτελεί το άλλοθι της τέχνης του ποιητή της Ιλιάδας. Δεν θα επιμείνω, μολονότι συμμερίζομαι τη γνώμη τους.
Ξαναγυρίζω λοιπόν στο ριζικό ρήμα «ποιέω» (μήτρα της αρχαϊκής ποίησης) που εναλλάσσεται εδώ με δύο συνώνυμά του: το «τεύχω» και το «τίθημι-εντίθημι». Το πρώτο σημαίνει «κάνω, ετοιμάζω, κατασκευάζω» , το δεύτερο «βάζω, τοποθετώ, ενθέτω». Με την εναλλαγή των τριών αυτών ρημάτων (στον παρατατικό και στον αόριστο) αρθρώνονται τα διαδοχικά κεφάλαια της σύνολης περιγραφής της «Ασπίδας του Αχιλλέα». Παραθέτω σε μετάφραση το πρώτο και το τελευταίο κεφάλαιο, με δηλωμένες παραλείψεις, και συνεχίζω παραφράζοντας.
Το πρώτο: «Σχημάτισε εκεί τη γη, τον ουρανό, τη θάλασσα, / τον ήλιο ακαταπόνητο, γεμάτη τη σελήνη / εκεί και τους αστερισμούς …». Το τελευταίο: «Σκάλιξε ακόμη κι ένα χοροστάσι ο ξακουστός χωλός θεός. […] Εκεί αγόρια ανύπαντρα κι απείραχτα κορίτσια το είχαν ρίξει στον χορό. […] Πολύς ο κόσμος γύρω τους στημένος, / τον όμορφο χορό τους / χαίρονταν. Στο πλάι ο θείος αοιδός, με την κιθάρα του / στο χέρι, τραγουδούσε, ενώ στη μέση […] / τολμούσαν τούμπες στον αέρα δυο ακροβάτες».
Αυτά στην αρχή και στο τέλος της περιγραφής. Ενδιαμέσως ακούγονται άλλα απρόβλετα «ποιήματα» του Ηφαίστου. Δυο πολιτείες ωραίες για θνητούς. Στην αγορά της μιας κόσμος πολύς, γέροντες στον περίβολο, να δίνουν λύση σε καβγά που ξέσπασε. Στην άλλη πόλη δυο στρατοί αντιμέτωποι, πέρα στου ποταμού τις όχθες, κάποιοι πολεμούν, και γύρω τους κυκλοφορούν η Ταραχή και η Ερις. Πιο πέρα φτιάχνει ο χωλός θεός χωράφι αφράτο και δουλευτές που να θερίζουν, νέα παιδιά που να μαζεύουν τα δεμάτια. Παρέκει ένα μεγάλο αμπέλι, με τρυγητές που να τρυγούν και ένα αγόρι με πεντακάθαρη φωνή να τραγουδάει τον Λίνο.
Καιρός να σταματήσω με τα «ποιήματα» του Ηφαίστου, ξαναγυρίζοντας την άλλη Κυριακή στα ποιήματα του Βαγενά.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ