Φαίνεται ότι είναι τέτοια η ανθρώπινη φύση που δεν μπορεί να αποφύγει τη μικροψυχία και την εμπάθεια. Ετσι δικαιολογείται ίσως και το γεγονός ότι άτομα υψηλής διανοητικότητας ή προικισμένα με σπάνιο ταλέντο, δηλαδή χαρισματικά, όπως λόγου χάριν μεγάλοι φιλόσοφοι, καταξιωμένοι καλλιτέχνες, διαπρεπείς επιστήμονες ή αναγνωρισμένοι λογοτέχνες –άνθρωποι δηλαδή που είναι αναμενόμενο να έχουν πλήρη επίγνωση της εκτίμησης και του σεβασμού, που πρέπει να τρέφουμε για την προσωπικότητα και την αξία του συνανθρώπου και ιδιαίτερα του συναδέλφου ή ομοτέχνου –εντούτοις επιτρέπουν στον εαυτό τους να εκτρέπεται σε βαρύτατους χαρακτηρισμούς, υποτιμητικές ή και ακόμη προσβλητικές αναφορές και επικρίσεις για τον άλλον, αποκαλύπτοντας έτσι ανεπίτρεπτη εμπάθεια. Γιατί, όσο κι αν τους χωρίζουν ιδεολογικές ή επιστημονικές ή καλλιτεχνικές διαφορές, όσο κι αν υποθέσουμε ότι υποκαίουν στην ψυχή τους ζήλεια και φθόνος, δεν είναι επιτρεπτό να επιτίθενται με τόση βαναυσότητα κατά του άλλου με ανοίκειους χαρακτηρισμούς, απαράδεκτα υπονοούμενα ή ακόμη και με ακατονόμαστες ύβρεις.
Στον χώρο της λογοτεχνίας το θλιβερό αυτό φαινόμενο θα μπορούσε να αναχθεί στον εκ Πάρου αρχαίο λυρικό ποιητή Αρχίλοχο (7ος αι. π.Χ.), ο οποίος επιτέθηκε με δηκτικούς στίχους εναντίον του συμπολίτη του Λυκάμβη, γιατί αρνήθηκε να του δώσει ως σύζυγο μιαν από τις θυγατέρες του· οι ιαμβικοί στίχοι του Αρχιλόχου ήταν τόσο αιχμηροί και δηλητηριώδεις, ώστε οδήγησαν, σύμφωνα με την παράδοση, τον Λυκάμβη και τις κόρες του στην αυτοκτονία από τη μεγάλη ντροπή! Αλλά και τον Αριστοφάνη –όσο κι αν του δικαιολογήσουμε την προσπάθεια να επιτύχει εύστοχο κωμικό αποτέλεσμα, παρωδώντας ακόμη και τον υψηλό τραγικό λόγο και τόνο –θα μπορούσε κάποιος να τον ψέξει για εμπάθεια, αφού φτάνει στο σημείο να βάλει στο στόμα του Αισχύλου ένα ακατάσχετο υβρεολόγιο εναντίον του Ευριπίδη («Βάτραχοι», στ. 1.004 κ.εξ.): τον επικρίνει δριμύτατα, γιατί –άκουσον άκουσον! –με τις τραγωδίες του, λέει, έκαμε τους συμπολίτες του φαύλους, χυδαίους, βρομερούς και αχρείους· τους νέους φλύαρους, αναιδείς και οκνηρούς και τις γυναίκες πρόστυχες και αναίσχυντες! Ενας ξένος έγκριτος κλασικός φιλόλογος παρατηρεί, με το δίκιο του βέβαια στο σημείο αυτό, ότι δύσκολα συναντά κάποιος ανάλογη περίπτωση, όπου ο ομότεχνος επιχειρεί έναν τόσο «πρωτόγονο διασυρμό» ενός συμπολίτη και ομοτέχνου του.
Στη νεότερη εποχή οι χαρακτηρισμοί γίνονται σφοδρότεροι και απρεπέστεροι, υποκινούμενοι συνήθως από ασυγκάλυπτη ή συγκεκαλυμμένη εμπάθεια. Ποιος θα πίστευε λόγου χάριν ότι ένας μεγάλος διανοητής, όπως ο Φρειδερίκος Νίτσε, θα επετίθετο με τόσο έντονη βιαιότητα εναντίον του συμπατριώτη και συναδέλφου του Εμμανουήλ Καντ, αποκαλώντας τον «ηλίθιο» και «δηλητηριώδη αράχνη» («Αντίχριστος», «Γενεαλογία της Ηθικής» κ.α.) με το σκεπτικό ότι η περίφημη κατηγορική προσταγή του –η οποία ως γνωστόν υποδηλώνει με απλά λόγια εντολή χωρίς όρους, υπαγορευόμενη από τον ηθικό νόμο, που καθοδηγεί τον άνθρωπο στο σωστό και στο πρέπον –είναι στην ουσία κατ’ αυτόν χίμαιρα και εκδήλωση ηθικού ξεπεσμού και αποχαύνωσης! Δεν θα μπορούσε ο μέγας αυτός στοχαστής να εκφράσει ηπιότερα και ευπρεπέστερα την αντίθεσή του προς τον συνάδελφό του και να διατυπώσει κοσμιότερα τις ενστάσεις και τις αντιρρήσεις του;
Αλλά εκείνος που προκαλεί πράγματι κατάπληξη για την εμπαθέστατη κριτική του είναι ο Λέων Τολστόι. Στο περίφημο δοκίμιό του «Τι είναι τέχνη;» (1896) καθώς και στην κατοπινή μονογραφία του «Ο Σαίξπηρ και η δραματική τέχνη» (1906) επιτίθεται με αχαρακτήριστη σκαιότητα εναντίον των αρχαίων Ελλήνων τραγωδιογράφων αλλά και εναντίον του Δάντη, του Μπετόβεν και ιδίως του Σαίξπηρ. Πώς, αλήθεια, είναι δυνατόν ένας Τολστόι να φτάνει στο σημείο να χαρακτηρίζει τα έργα του Σαίξπηρ «ευτελή, ανήθικα και άθρησκα» και να διατείνεται με δογματικό και αδιάλλακτο τρόπο ότι παρουσιάζουν «ελεεινή και χυδαία αντίληψη της ζωής»; Πώς ένας τόσο αισθαντικός συγγραφέας και διανοούμενος, όπως είναι ο Τολστόι, επιχειρεί αστόχαστα μια τέτοια κατεδαφιστική και υβριστική κριτική για τη λογοτεχνική αξία ενός γίγαντα της δραματικής τέχνης; Μερικοί μελετητές και κριτικοί και όχι μόνον έχουν αποπειραθεί να ερμηνεύσουν το φαινόμενο αυτό και να δώσουν κάποιες εξηγήσεις. Αλλες φαίνονται πειστικές, άλλες όμως όχι.
Ο κ. Γεράσιμος Α. Μαρκαντωνάτος είναι διδάκτωρ κλασικής φιλολογίας και συγγραφέας.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ