ΤΟ ΒΗΜΑ – THE NEW YORK TIMES

Πρόσφατα ο Ρούπερτ Μέρντοχ διόρισε τον γιο του Τζέιμς στη θέση του γενικού διευθυντή της πολυεθνικής των ΜΜΕ 21st Century Fox, εγείροντας το εξής ερώτημα: Πώς θα μπορέσει ένας τύπος του οποίου το κύριο προσόν είναι η καταγωγή του να ανταγωνιστεί τους πιστούς στην αξιοκρατία επιχειρηματίες και προγραμματιστές της Σίλικον Βάλεϊ;
Είχα επισημάνει το γεγονός αυτό κατά τη διάρκεια μιας τεταμένης συνέντευξης με τον Τζέιμς, πριν από μερικά χρόνια, όταν ήταν επικεφαλής της εταιρείας δορυφορικών μεταδόσεων του πατέρα του BSkyB. «Πρέπει να είσαι απίστευτα ηλίθιος», μού απάντησε με το χαρακτηριστικά υποτιμητικό ύφος των Μέρντοχ. «Κοίτα γύρω σου, όλα είναι τηλεόραση». Παρότι ήμουν απόλυτα σίγουρος ότι οι Μέρντοχ αποτελούσαν απομεινάρι των παλιών ΜΜΕ, κοίταξα γύρω μου και διαπίστωσα αμήχανος ότι παρά την ύπαρξη του Διαδικτύου, η BSkyB ήταν πλέον ένας επιχειρηματικός κολοσσός, μία από τις μεγαλύτερες επιχειρήσεις στην Ευρώπη.
Υπάρχει όμως ακόμη ένα αντιφατικό γεγονός: παρά τις υψηλές αποτιμήσεις των ψηφιακών εταιρειών και την υπερβολική προβολή τους από τα, ψηφιακά κυρίως, ΜΜΕ, οι άνθρωποι εξακολουθούσαν να αφιερώνουν περισσότερο χρόνο στην τηλεόραση παρά στο Διαδίκτυο ενώ κατά τη διάρκεια των ωρών που αφιέρωναν στο Διαδίκτυο έβλεπαν κυρίως τηλεόραση. Πράγματι, κατά το διάστημα που μεσολάβησε από την συζήτησή μου με τον κ. Μέρντοχ, ήτοι μία περίοδος κατά την οποία όλοι όσοι εργάζονται στα ΜΜΕ δήλωναν πως «το μέλλον είναι ψηφιακό», η βιομηχανία της τηλεόρασης σημείωσε εντυπωσιακή ανάπτυξη.
Οι πρωτοπόροι των διαδικτυακών Μέσων πίστεψαν πως θα μπορούσαν να πάρουν τη μπουκιά από το στόμα της τηλεόρασης, υιοθετώντας το δικό της επιχειρηματικό μοντέλο –περισσότερα δωρεάν περιεχόμενα, περισσότερες διαφημίσεις. Τώρα, τα διαδικτυακά Μέσα πνίγονται εξαιτίας των δωρεάν περιεχομένων τους.
Η Google και το Facebook, οι παγκόσμιοι συλλέκτες περιεχομένων, ελέγχουν την ροή της κυκλοφορίας στο Διαδίκτυο, ορίζοντας ουσιαστικά τις τιμές των διαφημίσεων. Η εντυπωσιακή τους ανάπτυξή, όσον αφορά τον αριθμό των χρηστών τους, είχε ως αποτέλεσμα τον κορεσμό της διαφημιστικής αγοράς και την αναγκαστική μείωση των τιμών.
Οι ψηφιακοί εκδότες, όπως ο Guardian, μπορούν να μείνουν μπροστά μόνον προσελκύοντας περισσότερους χρήστες, όχι πιστούς αναγνώστες αλλά χιλιάδες διερχόμενα βλέμματα, γεγονός που δικαιολογεί γιατί οι διαφημιστές πληρώνουν ολοένα λιγότερα χρήματα.
Στο μεταξύ, η βιομηχανία της τηλεόρασης έχει εισέλθει σε μια διαδικασία απεξάρτησής της από τις διαφημίσεις, ξεκινώντας παράλληλα μια νέα ζωή βάση της οποίας αποτελούν οι συνδρομές των παρόχων καλωδιακής τηλεόρασης και οι μηνιαίες χρεώσεις των πελατών τους.
Το BuzzFeed μπορεί να πουλήσει μόνον την κίνηση του και μπορεί να την πουλήσει μόνον μία φορά. Τα τηλεοπτικά προγράμματα μπορούν να πωληθούν ξανά και ξανά. Η τηλεόραση αποικίζει το Διαδίκτυο. Η ποιοτική τηλεοπτική ψυχαγωγία είναι τόσο προσοδοφόρα που όλοι όσοι απασχολούνται στα ψηφιακά Μέσα –όντας απογοητευμένοι από μειωμένες τιμές των διαφημίσεων και τις υψηλές απαιτήσεις όσον αφορά την κίνηση στις ιστοσελίδες τους –επιθυμούν να προσφέρουν ποιοτικά τηλεοπτικά προγράμματα. Ο Μαρκ Ζούκερμπεργκ δηλώνει πως το μέλλον του Facebook είναι η τηλεόραση ενώ την προηγούμενη εβδομάδα, η Huffington Post και το BuzzFeed ανακοίνωσαν τα νέα τηλεοπτικά σχέδιά τους.
Με άλλα λόγια, η συνταγή της επιτυχίας όσον αφορά τα Μέσα παραμένει η ίδια: προσφορά ποιοτικών προϊόντων για τα οποία οι καταναλωτές είναι έτοιμοι να πληρώσουν. Όχι με τα μάτια τους αλλά με πιστωτικές κάρτες.
Το 2014, ο Ρούπερτ Μέρντοχ, αποδεχόμενος την προτροπή του γιου του Τζέιμς, κατέθεσε μία προσφορά για την εξαγορά της Τime Warner, κίνηση η οποία αποτέλεσε το εναρκτήριο λάκτισμα ενός αγώνα στον οποίο εμπλέκονται οι μεγαλύτερες εταιρείες καλωδιακής τηλεόρασης και οι μεγαλύτερες διαδικτυακές πλατφόρμες, μιας μάχης για την πρωτοκαθεδρία στην τηλεοπτική βιομηχανία. Η επανάσταση δεν είναι ψηφιακή. Ο Τζέιμς Μέρντοχ έχει δίκιο. Η επανάσταση είναι της τηλεόρασης.
Ο Michael Wolff είναι αρθρογράφος και συγγραφέας του βιβλίου «Η Τηλεόραση είναι η Νέα Τηλεόραση: ο Αναπάντεχος Θρίαμβος των Παλιών Μέσων στην Ψηφιακή Εποχή»