Ολες οι ευτυχισμένες οικογένειες μοιάζουν μεταξύ τους.

Κάθε δυστυχισμένη οικογένεια, όμως, είναι δυστυχισμένη με τον δικό της τρόπο.

Λέων Τολστόι
Συμβαίνει σε κάθε οικογένεια, ευτυχισμένη ή μη: σε μια κρίσιμη στιγμή το τέκνο, απηυδισμένο από την τσιμεντένια αδιαλλαξία του πατρός, από την αυστηρή απόρριψη που συνοδεύεται από το «Ξέρεις τι έχω περάσει εγώ, ρε, που τα βρήκες όλα έτοιμα;», από την κουρασμένη άρνηση σε οποιοδήποτε αίτημα (χαρτζιλίκι, παράταση εξόδου, διακοπές), αποφασίζει να αλλάξει τακτική και ξεκινάει τη διαπραγμάτευση με άλλους όρους. Μπορεί να μη γνωρίζει τη θεωρία των παιγνίων, γνωρίζει όμως κάτι καλύτερο: το ένστικτο.
Αφήνει την ένταση να εκτονωθεί και στρέφει τα αιτήματά του σε πιο λογικά, σε πιο ευαίσθητα αφτιά: στρέφεται προς τον φιλικό εταίρο, τη μητέρα, έναν πρόθυμο ρυθμιστή συναισθημάτων. Προτείνει το plan b για την επίτευξη του στόχου, ακόμη και αν χρειαστούν ισοδύναμα μέτρα –διάβασμα, βαθμοί, υποσχέσεις οικογενειακής προσαρμογής. Ζητά συνειδητά τη βοήθεια του «καλού μπάτσου». Ξέρει πως εκεί κρύβεται η λύση, στον συνδυασμό θυσιών και συναισθήματος –όχι στην αυστηρότητα, όχι στην ταπείνωση.
Είναι δύσκολο να ερμηνεύσει κανείς τις χώρες σαν μια οικογένεια. Εστω και αν το επιχειρήσει, θα δει πως η δική μας είναι κάπως δυστυχισμένη αυτή την περίοδο –ακόμη και το καλοκαίρι, την εποχή που συνήθως ένιωθε (ήταν;) ανίκητη.
Αλλά αν είναι κάτι σαφές στη συμπεριφορά της ελληνικής κοινωνίας, είναι ότι έχει απηυδήσει με τη λογική της πατριαρχίας. Με την τιμωρία ως έννοια, με το αυτομαστίγωμα ως ρουτίνα. Δεν θέλει πια έναν αυστηρό πατέρα πάνω από το κεφάλι της. Προτιμά να ακούει τη συγκαταβατική φωνή μιας μάνας. Να ακούσει ορθολογισμό, αλλά με μια ευαισθησία. Δεν θέλει να πειστεί πια, δεν θέλει επιχειρήματα, θέλει να αφεθεί στην εμπιστοσύνη που δίνει ένα μητρικό χάδι. Ξέρει καλά πως έχει αφήσει την ευημερία πίσω του· θέλει να ασχοληθεί με την ευτυχία.
Δεν το λέει κάποιο εγχειρίδιο ερασιτεχνικής ψυχολογίας, το λένε οι αριθμοί: αυτοί που εκφράζουν πως οι Ελληνες δεν έχουν τρελαθεί ομαδικώς, ούτε έχουν αποφασίσει να αλλάξουν οικονομικό μοντέλο. Δεν θέλουν –στην πλειονότητά τους, οι ψεκασμένοι και εξασφαλισμένοι εξαιρούνται –να ζήσουν ένα περήφανο Κούγκι. Δεν θέλουν, όμως, πια να φωνάζουν πάνω από το κεφάλι τους. Οι αριθμοί που το λένε δημοσιεύτηκαν πρόσφατα και στο «ΒΗΜΑ της Κυριακής», στην έρευνα που έδειξε πως το 79,4% των πολιτών επιθυμεί την παραμονή της χώρας στην Ευρωπαϊκή Ενωση, το 71,9% λέει «ναι» στη συμφωνία με τους δανειστές, το 73,7% «ναι» στην παραμονή στο ΝΑΤΟ και το 72,9% επιθυμεί την παραμονή στο ευρώ. Και την ίδια στιγμή, στηρίζει κατά 61,3% τον Αλέξη Τσίπρα και τη σκληρή του στάση, αλλά και τον ΣΥΡΙΖΑ, στον οποίο δίνει τουλάχιστον 20 μονάδες διαφορά από τη Νέα Δημοκρατία.
Θα έλεγε κανείς ότι το πρόβλημά μας δεν είναι μόνο οικονομικό –αλλά και ψυχολογικό. Επειτα από χρόνια περιφοράς μας ως η καρικατούρα ενός τεμπέλη, καλομαθημένου εργαζόμενου που απομυζά το κράτος –κόντρα στις στατιστικές που δείχνουν τον μόχθο του έλληνα υπαλλήλου, μεγάλη μερίδα του πληθυσμού, ειδικά η πολύ πιο ευέλικτη νέα γενιά, δεν έχει πρόβλημα να αλλάξει –το έχει αποδεχτεί ότι πρέπει. Αλλά θέλει να το κάνει με λογική, με συναίσθημα. Οχι με αγριοφωνάρες, όχι με επιβολές. Οχι με ένα δάχτυλο προτεσταντισμού να κουνιέται μπροστά στο πρόσωπό του, αλλά με μια ξεκάθαρη συνδιαλλαγή: θα αλλάξει ό,τι πρέπει να αλλάξει με αντάλλαγμα μια προοπτική για το μέλλον. Αλλιώς, ποιο το νόημα;
Δεν αποκλείεται όλα αυτά να είναι απλώς ανοησίες και το πρόβλημα να είναι οι αριθμοί –που δεν βγαίνουν πια. Να αναλύουμε ψυχολογικά μια λογιστική παγίδα, να κάνουμε το μνημόσυνο ενός παλιού μοντέλου μιας χώρας που λειτουργούσε έστω και σε καθεστώς ημιαναρχίας.
Και σε αυτή την περίπτωση, όμως, η λύση υπάρχει όπως συμβαίνει σε κάθε δυστυχισμένη οικογένεια: το παιδί στο τέλος φεύγει και αναζητεί πώς ακριβώς θα κάνει ανενόχλητο τα δικά του λάθη.

* Δημοσιεύθηκε στο BHmagazino την Κυριακή 21 Ιουνίου 2015

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ