Ενα δωμάτιο γεμάτο άνδρες που καπνίζουν οχυρωμένοι πίσω από την πανοπλία των κοστουμιών τους. Δεν καπνίζουν με τον περιθωριακό, βρωμερό τρόπο τού σήμερα, αλλά με τον καθεστωτικό τρόπο που το έκαναν στα 60s αρκετούς ορόφους πάνω από τη Madison Avenue του Μανχάταν. Με στυλ, άποψη, επιθετικότητα, σχεδόν σαν να είναι επιβεβλημένο, σαν ένα αξεσουάρ ανέμελης χειραφέτησης.
Η ουσία της συνάντησης δεν είναι κάτι σοβαρό, είναι μια διαφήμιση, αλλά και πάλι, η διαφήμιση σε αυτό το σύμπαν είναι μια σοβαρή υπόθεση: «Γιατί η διαφήμιση βασίζεται σε ένα πράγμα: στην ευτυχία. Και ξέρεις τι είναι η ευτυχία; Είναι η μυρωδιά ενός καινούργιου αυτοκινήτου. Είναι το να είσαι ελεύθερος από φόβο. Είναι μια πινακίδα στην άκρη του δρόμου, που κραυγάζει με βεβαιότητα πως ό,τι και να κάνεις είναι ΟΚ. Είσαι ΟΚ».
Το κυνήγι της ευτυχίας, λοιπόν, αυτή η παλιά ιστορία. Οταν τα παραπάνω λόγια τα λέει ο Ντον Ντρέιπερ, ο πρωταγωνιστής της σειράς «Mad Men», με αυτό το αρχετυπικά όμορφο πρόσωπο, το τσιγάρο στο στόμα και το καπέλο στο κεφάλι –γιατί είναι η εποχή που και το καπέλο είναι επιβεβλημένο –ακούγεται σαν να είναι η απόλυτη αλήθεια. Στην πραγματικότητα, είναι ένα άρτιο τηλεοπτικό σενάριο της σειράς που ολοκλήρωσε τα 92 επεισόδιά της την προηγούμενη εβδομάδα, κάνοντας τα media όλου του πλανήτη –από το περιοδικό «Time», που έχει ήδη αφιερώσει το εξώφυλλό του, μέχρι τους «NY Times», που αναλύουν καθημερινά τις αυτιστικές λεπτομέρειες της σειράς –να υποκλιθούν στην ψυχαναλυτική, κοινωνιολογική τομή που πετυχαίνει η τηλεόραση, η οποία εξελίσσεται στην απρόβλεπτη τέχνη του 21ου αιώνα.

Η σειρά ξεκινάει στα τέλη της δεκαετίας του ’50. Οι λεπτομέρειες είναι τρομακτικές, πιστές, περίεργες. Είναι περίεργο να βλέπεις ωμό μισογυνισμό να εκφράζεται χωρίς να σηκωθεί καν ένα φρύδι. Είναι περίεργο να βλέπεις ανθρώπους να πίνουν στο γραφείο τους στις 11 το πρωί –και να μη θεωρούνται περιθωριακοί, να είναι το καλοπληρωμένο κατεστημένο. Είναι περίεργο να καπνίζει κανείς στο ασανσέρ και όλα να βαίνουν καλώς. Είναι περίεργο να βλέπεις πώς ένα ιστορικό γεγονός, η δολοφονία του JFK, για παράδειγμα, έχει επιδράσει όχι στην πολιτική, στην οικονομία και στην Ιστορία, αλλά και στην προσωπική ζωή του καθενός, στο πού ήταν εκείνο το βράδυ, στο πώς το κλίμα απαισιοδοξίας επηρέασε μια σχέση του. Είναι περίεργο να καταλαβαίνεις πως το περιβάλλον, η πολιτική, η τεχνολογία αλλάζουν, αλλά τα προβλήματα είναι διαχρονικά: η ανδρική μελαγχολία, η γυναικεία καταπίεση, το αδιέξοδο της αγάπης («αυτό που αποκαλείς αγάπη έχει εφευρεθεί από τύπους σαν και εμένα για να πουλάνε καλσόν» λέει ο Ντον Ντρέιπερ), η καταπίεση της οικογένειας, οι λάθος επιλογές ή, ακόμη χειρότερο, η αμφιβολία για το αν ήταν σωστές.
Το «Mad Men» ήταν όλα αυτά, αλλά όχι μόνο. Κινήθηκε στα όρια του μελοδράματος, της σαπουνόπερας πολυτελείας, αλλά ήταν πολύ περισσότερο από αυτό. Ο δημιουργός του Μάθιου Γουάινερ, ένας συνδυασμός συγγραφέα και διαφημιστή, κατάφερε να ολοκληρώσει με ισορροπία το όνειρο κάθε δημιουργού: να πακετάρει το βιβλίο που είχε στο μυαλό του σε μια δημοφιλή τηλεοπτική σειρά, επιβεβαιώνοντας αυτούς που λένε με μεγάλη δόση υπερβολής πως αν ο Ντοστογέφσκι ζούσε σήμερα, μάλλον θα έγραφε τηλεοπτικά σενάρια.

Αλλά γιατί μια –σύμφωνοι, καλή –τηλεοπτική σειρά στην οποία περισσότερα πράγματα υπονοούνταν παρά συνέβαιναν είχε τόσο μεγάλη επιτυχία; Γιατί το τελευταίο επεισόδιο αναλύθηκε με ένθεη μανία στα social media από μια γενιά που θα έπρεπε να σνομπάρει το παρελθόν, να κοιτάει μόνο μπροστά; Η αλήθεια κρύβεται στο φετίχ της εποχής –στη νοσταλγία. Καθώς τα pixel των κινητών βελτιώνονται, αναζητούμε το καλύτερο 80s φίλτρο για τις φωτογραφίες. Καθώς μιλάμε στο Gmail, στο Facebook και ενημερωνόμαστε από το Twitter, καθώς μπαίνουμε όλο και πιο βαθιά στην αναπόφευκτη δυστοπία της απόλυτης τεχνολογίας, η νοσταλγία παραμένει το όπιο των ψηφιακών μαζών. Υπάρχει μια ψευδαίσθηση, αν όχι βεβαιότητα, πως παλιά όλα ήταν καλύτερα, πιο απλά. Είναι νοσταλγία για κάτι που δεν έχουμε ζήσει, «είναι ο πόνος από μια παλιά πληγή. Ντελικάτη, αλλά επίμονη», όπως εξηγεί πάλι ο Ντον. Είναι μια ψευδαίσθηση, αλλά οι ψευδαισθήσεις είναι που πουλάνε· φτάνει με την πραγματικότητα.

* Δημοσιεύθηκε στο BHmagazino την Κυριακή 24 Μαΐου 2015

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ