Συνεχίζω με το μελαγχολικό γλωσσοπαίγνιο της περασμένης Κυριακής που το παραλλάσσει ελαφρώς ο σημερινός τίτλος. Αφορμή του: δύο πρόσφατα ομόλογα βιβλία, «Ο πειρασμός της νοσταλγίας» του Τίτου Πατρίκιου και το «Τίποτα» του Νίκου Παναγιωτόπουλου, η σύσταση των οποίων παραδειγματίστηκε ήδη με δύο παραθέματα, που τώρα τριπλασιάζονται. Στόχος του: ομόθεμα ποιήματα του Σεφέρη και του Καβάφη –κύκλος που εγκαινιάστηκε τις προάλλες και προβλέπεται να συμπληρωθεί, με κάποια καθυστέρηση στην περίπτωση του Αλεξανδρινού. Προς το παρόν ενισχύονται (με την ίδια σειρά) τα συστατικά παραθέματα περί χρόνου και γήρατος του Παναγιωτόπουλου και του Πατρίκιου, τη φορά αυτή κατά ζεύγη.
Το πρώτο ζεύγος: «Λένε ότι ο κόσμος ανήκει στους νέους, αλλά ο κόσμος δεν ανήκει σε κανέναν. Είμαστε όλοι με ενοίκιο» (Παναγιωτόπουλος). «Τα ποιήματα έχουν αρχή, μέση και τέλος. Συνέχεια έχει μόνο η ποίηση» (Πατρίκιος).
Το δεύτερο ζεύγος: «Τον έπιασε τρόμος στην ιδέα ότι ο εγκέφαλός του υπολειτουργεί, ότι ίσως έχει αρχίσει να παλιώνει και δεν μπορεί να ανταποκριθεί στις απαιτήσεις του ανθρώπινου εγκεφάλου εκατό τοις εκατό. Θα έπρεπε να βολεύεται μ’ έναν παλιό εγκέφαλο, όπως βολεύεσαι μ’ ένα παλιό αυτοκίνητο, με μια σακαράκα» (Παναγιωτόπουλος). «Μιλάμε για το δράμα του χρόνου, όμως ο χρόνος δεν έχει κανένα δράμα. Ολο το δράμα είναι δικό μας. Γιατί εμείς κάποτε τελειώνουμε, και το ξέρουμε. Ενώ ο χρόνος δεν τελειώνει ποτέ, και επιπλέον δεν το ξέρει» (Πατρίκιος).
Το τρίτο ζεύγος: «Τι έμαθε όλα αυτά τα χρόνια; Τίποτα. Ούτε καν να μπορεί να διαλέξει το καλύτερο. Μαθαίνει κανείς τόσες άχρηστες λεπτομέρειες […] και για όλα τα σημαντικά δεν γίνεται κουβέντα. Δεν υπάρχει σχολείο γι’ αυτή τη δουλειά. Για τα μεγάλα ζητήματα είμαστε μόνοι μας. Ο καθένας πρέπει να τα βγάλει πέρα όπως μπορεί, ή όπως δεν μπορεί» (Παναγιωτόπουλος). «Το να γίνεις γνωστός για ένα διάστημα είναι δύσκολο, αλλά όχι ακατόρθωτο […]. Το να προσπαθείς να νικήσεις τον χρόνο είναι απλώς γελοίο. Αυτούς που πιστεύουν ότι τον νίκησαν, ο χρόνος τούς τιμωρεί με το γήρας και το ξαναμώραμα» (Πατρίκιος).
Περνώ τώρα στο δεύτερο περί γήρατος ποίημα του Σεφέρη, που ακούγεται σχεδόν ομότιτλο με το πρώτο. Προηγήθηκε «Ο γέρος», εντοπισμένος στο Ντρένοβο και χρονολογημένος στον Φλεβάρη του 1937, και έπεται «Ενας γέροντας στην ακροποταμιά», συνταγμένος τον Ιούνιο του 1942 στο Κάιρο. Κεντρικό ποίημα στο «Ημερολόγιο Καταστρώματος, Β’» με ειδικό βάρος, ισότιμο πιστεύω με τον καταληκτικό «Τελευταίο Σταθμό».
Προφανώς πρόκειται για συγγενικά μεταξύ τους ποιήματα, όπου όμως οι αναλογικές διαφορές περισσεύουν σε σχέση με τις αναλογικές ομοιότητες. Τα διαχωρίζει καταρχήν ο ενδιάμεσος χρόνος και χώρος της σύνταξής τους: πέντε κρίσιμα χρόνια ελλαδικά, που εξελίσσονται καθ’ οδόν σε παγκόσμια. Με το πρώτο, ομόθεμο κατά βάση, ποίημα βρισκόμαστε στις προκαταβολές ενός επερχόμενου, ανήκεστου κακού. Με το δεύτερο προχωρούμε στον παροξυσμό του, με αμφίβολο ακόμη το τέλος του.
Γενικεύοντας τη σχηματική, έτσι κι αλλιώς, αυτή σύγκριση των δύο «γεροντικών» ποιημάτων, εντοπίζονται, σε πρώτη δόση, κάποιες διαγώνιες τομές τους, με συνθηματική κατ’ ανάγκην συντομία. Με τους όρους αυτούς, προτείνω να ακουστεί το πρώτο και πρώιμο ως ποίημα αυτοψίας εξ επαφής. Το δεύτερο ως ώριμη ομολογία συμμέτοχου λογισμού και απολογισμού. Το ένα εκπέμπει μηνύματα από το ματωμένο παρελθόν στο απειλητικό παρόν. Το άλλο γεφυρώνει το φονικό παρόν με το άδηλο μέλλον, αναζητώντας άλλου τύπου διαβάσεις. Αντιγράφω την πρώτη στροφή του και μέρος της δεύτερης, με δηλωμένες τις παραλείψεις:
«Κι όμως πρέπει να λογαριάσουμε πώς προχωρούμε. / Να αισθάνεσαι δεν φτάνει, μήτε να σκέφτεσαι μήτε να κινείσαι / μήτε να κινδυνεύει το σώμα σου στην παλιά πολεμίστρα, / όταν το λάδι ζεματιστό και το λιωμένο μολύβι αυλακώνουν τα τειχιά. // Κι όμως πρέπει να λογαριάσουμε κατά πού προχωρούμε, / όχι καθώς ο πόνος μας το θέλει και τα πεινασμένα παιδιά μας / και το χάσμα της πρόσκλησης των συντρόφων από τον αντίπερα γιαλό […] Αλλά με κάποιον άλλο τρόπο, μπορεί να θέλω να πω καθώς / το μακρύ ποτάμι που βγαίνει από τις μεγάλες λίμνες / τις κλειστές βαθιά στην Αφρική / κι ήτανε κάποτε θεός κι έπειτα γένηκε δρόμος και δωρητής / και δικαστής και δέλτα / […] κι ωστόσο μένει πάντα το ίδιο σώμα, το ίδιο στρώμα και το ίδιο Σημείο, / ο ίδιος προσανατολισμός».
Που πάει να πει: αν στο πρώιμο ποίημα «Ο γέρος» είναι γραμματικά έναρθρος και κυριολεκτικός, στο ώριμο ποίημα «Ενας γέροντας» γίνεται συνειδητά αόριστος και φαντάζει αλληγορικός. Γυρεύοντας «στην ακρογιαλιά» τον φυσικό του ορισμό και τον απλό του προορισμό. Θα συνεχίσω.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ