Σωστά λέγεται από πολλούς ότι η χώρα δεν παράγει σχεδόν τίποτα. Εξάλλου, για τη στήριξη μιας μακροπρόθεσμα βιώσιμης οικονομίας δεν θα έφθανε μια οποιαδήποτε ανάπτυξη χωρίς εξαγωγικό χαρακτήρα. Λοιπόν, υπάρχει ένα περιζήτητο εξαγώγιμο αγαθό που μπορεί να παραχθεί σε αφθονία από βεβαιωμένους ντόπιους πόρους: η ηλεκτρική ενέργεια.
Η εξαγγελθείσα Ευρωπαϊκή Ενεργειακή Ενωση είναι ένα βήμα μεγάλης πολιτικής, οικονομικής και περιβαλλοντικής σημασίας. Προωθείται κυρίως από τις βορειοευρωπαϊκές χώρες αλλά, ευτυχώς, συμπλέει με στρατηγικά ελληνικά συμφέροντα. Προπάντων η γερμανική κοινωνία χαράσσει με μεθοδικότητα και αποφασιστικότητα έναν νέο ενεργειακό δρόμο. Η παραγωγή και χρήση της ενέργειας με συνετό τρόπο μειώνει την απειλή της κλιματικής αλλαγής που βαραίνει το μέλλον. Παράλληλα όμως είναι επένδυση που δημιουργεί νέες θέσεις εργασίας, ενεργειακή ασφάλεια και τεχνολογική υπεροχή. Η Ευρώπη δεν κάνει απροετοίμαστη αυτό το μεγάλο βήμα. Ηδη έχουν εκπληρωθεί σε σημαντικό βαθμό οι κοινοί ενεργειακοί στόχοι για το 2020, έχει χαραχθεί ένα πλαίσιο ενεργειακής πολιτικής για το 2030, ενώ η δημιουργία μιας ολοκληρωμένης αγοράς ενέργειας που θα περιλαμβάνει όλες τις χώρες της ΕΕ ποτέ δεν ήταν τόσο κοντά. Η κατασκευή διευρωπαϊκών ηλεκτρικών δικτύων υψηλής ισχύος θα καταργήσει τα ενεργειακά σύνορα επιτρέποντας την απρόσκοπτη ροή ενέργειας και τον ασφαλή εφοδιασμό κάθε χώρας. Μια κατάλληλη διασύνδεση δικτύων θα έφερνε ετήσια εξοικονόμηση 40 δισ. ευρώ για τους ευρωπαίους καταναλωτές. Προπάντων όμως η Ευρώπη έχει ισχυρό συμφέρον να αναπτύξει όλες τις Ανανεώσιμες Πηγές Ενέργειας της ηπείρου (αιολική, ηλιακή, παλιρροϊκή, κυματική, υδροηλεκτρική, γεωθερμική, βιομάζα), διότι έτσι λύνει οριστικά το ζήτημα της γεωπολιτικής ενεργειακής της εξάρτησης, ενώ στην παγκοσμιοποιημένη οικονομία εξασφαλίζει για πολλά χρόνια την τεχνολογική πρωτοπορία σε έναν τομέα αιχμής.
Η Ελλάδα μεταξύ των χωρών της ΕΕ θα ήταν από τις πιο ωφελημένες από μια Ευρωπαϊκή Ενεργειακή Ενωση για πολύ συγκεκριμένους λόγους. Πρώτον, το αιολικό δυναμικό της, ιδιαίτερα στη θάλασσα, είναι από τα υψηλότερα στην Ευρώπη, ενώ είναι ιδιαίτερα προικισμένη από τη φύση με ήλιο. Αν κατασκευασθούν τα διευρωπαϊκά ηλεκτρικά δίκτυα υψηλής ισχύος, θα μπορεί να εξάγει σημαντικές ποσότητες ηλεκτρισμού όταν τα αιολικά και φωτοβολταϊκά πάρκα θα έχουν περίσσεια παραγωγής, οικοδομώντας έτσι μια στέρεη εξωστρεφή ανάπτυξη. Συρρικνώνοντας την παραγωγή από ορυκτά καύσιμα, θα καλύπτεται από τα δίκτυα όταν δεν υπάρχει αρκετός άνεμος ή φως, εξασφαλίζοντας ενεργειακή επάρκεια για τον κάθε πολίτη, ιδιαίτερα στα νησιά, με λογικό κόστος. Δεύτερον, θα οικοδομήσει σταθερότερους δεσμούς με την ΕΕ, αφού η σχέση θα επενδυθεί με το δούναι-λαβείν του πολυτιμότερου οικονομικού αγαθού. Τρίτον, θα δημιουργηθούν προοπτικές βιομηχανικής ανάπτυξης σε νέους τομείς, όπως η κατασκευή εξαρτημάτων για ανεμογεννήτριες και φωτοβολταϊκά ή ο σχεδιασμός και η κατασκευή υπεράκτιων πλωτών και μη πλωτών αιολικών πάρκων, τα πλεονεκτήματα των οποίων θα δεσπόσουν τις επόμενες δεκαετίες. Τέταρτον, θα συμβάλει σημαντικά στην καταπολέμηση της κλιματικής αλλαγής, η οποία εγκυμονεί για τον ελληνικό τουρισμό, τη γεωργία και τις πόλεις των επόμενων δεκαετιών περισσότερους κινδύνους απ’ ό,τι για άλλες ευρωπαϊκές χώρες. Πράγματι, σύμφωνα με τις επικρατέστερες επιστημονικές προβλέψεις, οι θερινοί καύσωνες θα πολλαπλασιασθούν, οι ανομβρίες θα ενταθούν, τα δάση σε Πελοπόννησο, Στερεά και Αιγαίο θα μειωθούν δραστικά, πολλές παραλίες θα αχρηστευθούν λόγω υψηλότερης θαλάσσιας στάθμης και, αν μεταβληθεί το καθεστώς των μελτεμιών, θα αλλοιωθεί καθοριστικά το κλίμα των νησιών του Αιγαίου.
Υψηλή προτεραιότητα της ελληνικής κυβέρνησης θα έπρεπε να είναι η άμεση ηλεκτρική διασύνδεση της Κρήτης και των νησιών του Αιγαίου με την ηπειρωτική χώρα, καθώς επίσης η ταχεία κατασκευή δικτύων μεγαλύτερης ισχύος που θα συνδέουν την Ελλάδα προς Βορρά και προς Δυσμάς με την υπόλοιπη Ευρώπη, με χρηματοδότηση της υψηλής δαπάνης από ευρωπαϊκούς πόρους. Η προοπτική μεγάλης παραγωγής και εξαγωγής ενέργειας από ελληνικές ΑΠΕ είναι ισχυρό επιχείρημα που συνάδει με τις προτεραιότητες των προγραμμάτων κοινού ευρωπαϊκού ενδιαφέροντος. Ωστόσο, από ελληνική αμέλεια, τα έργα διασύνδεσης ελληνικού ενδιαφέροντος δεν περιλαμβάνονται στα ως σήμερα προγράμματα. Εξαιρείται το έργο διασύνδεσης της Κύπρου, το οποίο, λόγω γεωγραφίας, μόνο από την Κρήτη μπορεί να περάσει.
Ο κ. Κίμων Χατζημπίρος είναι καθηγητής ΕΜΠ.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ