Πρόσφατα βρέθηκα σε µια παρέα γυναικών, οι περισσότερες μεταξύ 35-40 ετών, κάποιες single, κάποιες με οικογένεια ή καθ’ οδόν προς αυτήν, όλες κατά ευτυχή σύμπτωση εργαζόμενες. Την προσοχή μου τράβηξε μια 40χρονη, μητέρα δύο παιδιών, εργαζόμενη στον ιδιωτικό τομέα με σύζυγο μακροχρόνια άνεργο πολιτικό μηχανικό. Ηταν ένας κατά τι σουρεαλιστικός μονόλογος ακόμη και για την Ελλάδα της παρατεταμένης κρίσης με τις εργασιακές σχέσεις να διανύουν τον μέσο Μεσαίωνα: «Την Κυριακή το πρωί φώναξα τον μικρό να μου δείξει τι μαθήματα έχει και με αγνόησε εντελώς… Ετρεξε με το βιβλίο της Γλώσσας υπό μάλης στον μπαμπά του για να του δείξει τι έχει στην ορθογραφία και την ανάγνωση… Η μικρή, πάλι, είχε τυλιχτεί στον λαιμό του μπαμπά και του ζητούσε να πάνε μαζί βόλτα για ζεστή σοκολάτα. Πήγα ηττημένη να βάλω πλυντήριο, γκρινιάζοντας για την ακαταστασία στα παιδικά δωμάτια. Εκείνη ακριβώς τη στιγμή με χτύπησε σαν κεραυνός η συνειδητοποίηση ότι έχω πλέον μαζέψει τα «απόνερα» και των δύο ρόλων. Ημουν ταυτόχρονα και ο απών μπαμπάς που δουλεύει 12 ώρες την ημέρα και η stay at home μαμά που γκρινιάζει στα παιδιά. De facto αποτυχημένη και στους δύο ρόλους…».

Οµολογώ ότι µε αυτή την εκ βαθέων εξομολόγηση έφερα εκ νέου στο μυαλό μου εκείνο το «Τελικά μπορούν οι γυναίκες να τα έχουν όλα;» που ρωτούσε στο ομώνυμο άρθρο της στο «Atlantic» η Αν-Μαρί Σλότερ, καθηγήτρια του Πρίνστον και πρώην αξιωματούχος του Λευκού Οίκου. Θυμήθηκα ότι εκείνη την ίδια εποχή είχε τύχει να μιλήσω με μια συνάδελφο από το εμπορικό τμήμα που παραιτήθηκε από διευθυντική θέση για να μείνει δίπλα στους γιους της (7 και 13 ετών). «Δεν είναι θυσία για τα παιδιά», μου είχε εξομολογηθεί, «είναι η προσωπική ανάγκη μου». Την είχα θαυμάσει για την επιλογή της να μην τα «έχει όλα», να μην είναι η σουπεργούμαν, το αποκύημα του φεμινιστικού δόγματος που επιβάλει ισόποσα καριέρα και οικογένεια.
Σήμερα, δύο και κάτι χρόνια μετά, με την Ελλάδα να διατηρεί πεισματικά τα πρωτεία της ανεργίας στην Ευρωπαϊκή Ενωση (25,7% έλεγε η Εurostat για τον Σεπτέμβριο) και τις Ελληνίδες να είναι, σύμφωνα με τον Συνήγορο του Πολίτη, «περισσότερο εκτεθειμένες σε µη αξιοπρεπείς συνθήκες απασχόλησης», διαπιστώνω την ανάδυση μιας νέας σουπεργούμαν. Χωρίς μπέρτα, μαύρο ολόσωμο δερμάτινο κοστούμι και δικαίωμα επιλογής. Που συνεχίζει να δουλεύει (ή αναγκάζεται να εισέλθει, εκεί γύρω στα 40, στην αγορά εργασίας ύστερα από κάμποσα χρόνια απουσίας) αναλαμβάνοντας τώρα και τον ρόλο του «κουβαλητή», όταν ο άνδρας της είναι άνεργος ή έχει υποστεί χαοτική μείωση μισθού (ή απλώς δουλεύει και δεν πληρώνεται). Σε καθεστώς εργασιακής ανασφάλειας. Με οξυμένες τις διακρίσεις, τις προκαταλήψεις και τις πιέσεις. Με τις αυξημένες παραδοσιακά οικογενειακές υποχρεώσεις (ειδικά όταν υπάρχουν μικρά παιδιά) να εμποδίζουν τον δαπανώμενο χρόνο στο γραφείο και τους ελιγμούς που χρειάζεται η ανάρρηση σε υψηλότερες θέσεις. Σε ρόλο «πυροσβέστη» στο σπίτι ώστε (ο άνεργος ή απολυθείς ή κακοπληρωμένος σύζυγος) να μη νιώσει μειονεκτικά (στα οικονομικά, στο σεξ κ.ο.κ.). Και χωρίς, ούτε στιγμή, να απολέσει τις παραδοσιακές έγνοιες της ελληνίδας μητέρας (αυτή είναι που θα θυμάται πάντα πότε είναι το επόμενο εμβόλιο ή ότι το παιδί έχει ανάγκη από χονδρό μπουφάν).

Η νέα ελληνίδα σουπεργούµαν oφείλει να είναι στο εργασιακό της περιβάλλον αυτάρκης, παραγωγική, ανταγωνιστική, χωρίς «έλλειμμα φιλοδοξίας» που θα έλεγε και η σιδηρά κυρία του Facebook Σέριλ Σάντμπεργκ. Και όταν γυρνάει από το γραφείο να πετάει την πανοπλία και να παραλαμβάνει αγόγγυστα τους οικόσιτους ρόλους της (που σίγουρα δεν περιλαμβάνουν διάβασμα εφημερίδας στην πολυθρόνα του σαλονιού). Η αλήθεια είναι ότι η νέα σουπεργούμαν δεν έχει αυταπάτες ότι μπορεί να τα έχει όλα. Φοβάται μόνο μήπως μέσα σε αυτό το συνονθύλευμα ρόλων, διεκδικήσεων και ματαιώσεων έρθει κάποια στιγμή που τα χάσει όλα.

* Δημοσιεύθηκε στο BHmagazino την Κυριακή 8 Φεβρουαρίου 2015

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ