Ο τίτλος που θα απέδιδε καλύτερα το περιεχόμενο του άρθρου θα έπρεπε να είναι «Ελλειψη ρεαλισμού» και «Επικράτηση της ιδεοληψίας». Η έλλειψη ρεαλισμού χαρακτηρίζει την αντιπολίτευση, ενώ η κυριαρχία της ιδεοληψίας την ασκούμενη οικονομική πολιτική.
Το οικονομικό πρόγραμμα της αντιπολίτευσης ανέκαθεν περιείχε μεγαλεπήβολους στόχους (διαγραφή χρέους, ρήτρες ανάπτυξης κ.τ.λ.) που προϋποθέτουν μια συμφωνία των πιστωτών. Είναι τόσο υποθετική αυτή η κατάσταση (λόγω κυρίως ανισομερούς διαπραγματευτικής θέσης) ώστε στο σημείωμα αυτό επιλέγουμε να επικεντρωθούμε στις εγχώριες διαστάσεις του προγράμματος.
Η αντιπολίτευση προσέφερε μια σχετικά ακριβή κοστολόγηση του προγράμματός της. Είναι χαρακτηριστικό ότι στην ανακοίνωση του υπουργείου Οικονομικών, όπου γίνεται κριτική στην κοστολόγηση της αντιπολίτευσης, δύο μεγέθη κάνουν το μεγαλύτερο μέρος απόκλισης των εκτιμήσεων: η διαφορά στο επίδομα της ανεργίας και η λεγόμενη «Νέα Σεισάχθεια».
Το κύριο πρόβλημά μας δεν είναι λοιπόν οι λανθασμένες κοστολογήσεις. Το πρόβλημά μας είναι αυτή καθαυτή η φιλοσοφία ενός τόσο φιλόδοξου προγράμματος δαπανών. Πού εδράζεται η πεποίθηση της χρηματοδότησής του;
Ενα παρόμοιο μπορεί να χρηματοδοτηθεί από τις παρακάτω πηγές:
α) Την επεκτατική επίδραση του προγράμματος μέσω της διαμόρφωσης εγχώριων θετικών προσδοκιών και αύξησης της ζήτησης.
β) Μέσω της ανακατανομής δαπανών από δημοσιονομικούς προορισμούς με χαμηλότερο δημοσιονομικό πολλαπλασιαστή σε δαπάνες με υψηλότερο δημοσιονομικό πολλαπλασιαστή.
γ) Τις εισροές δανειακών πόρων κυρίως από το εξωτερικό, αφού το εσωτερικό δεν διαθέτει περαιτέρω ρευστότητα.
δ) Μέσω της βελτίωσης της ρευστότητας της οικονομίας από το εξωτερικό ισοζύγιο πληρωμών.
ε) Μέσω της χρήσης νέων πιστωτικών εργαλείων αναγκαστικού χαρακτήρα (έκδοση υποσχετικών πληρωμής κ.τ.λ.).
Το πρόγραμμα της αντιπολίτευσης επικαλείται κυρίως τα πρώτα δύο σημεία. Επιπροσθέτως, επικαλείται αυξημένη σύλληψη φοροδιαφυγής, το οποίο όμως δεν θεμελιώνεται. Θα υπάρξει κάποια δομική αλλαγή στους διοικητικούς μηχανισμούς και στην ασκούμενη πολιτική και ποια θα είναι αυτή;
Στον πυρήνα του βρίσκεται η πεποίθηση ότι η επανεκκίνηση της οικονομίας μπορεί να πραγματοποιηθεί μέσω αύξησης της ζήτησης που θα παράξει ικανά δημοσιονομικά πλεονάσματα και θα βελτιώνει τη σχέση χρέους προς ΑΕΠ.
Ομως η εφαρμογή ενός παρόμοιου προγράμματος θα επιβραδύνει τη βελτίωση της ανταγωνιστικότητας, που έτσι κι αλλιώς στηρίζεται αποκλειστικά στο εργασιακό κόστος, και δεν θα βοηθήσει τις ασθενείς εξαγωγικές επιδόσεις της οικονομίας. Επιπροσθέτως οι πραγματικές συνθήκες διάχυσης της αγοραστικής δύναμης προς το εξωτερικό έρχονται σε αντίθεση με την προοπτική ενεργοποίησης της εσωτερικής ζήτησης.
Στον αντίποδα βρίσκεται η ιδεοληπτική εμμονή του υπουργείου Οικονομικών (απάντηση στην αντιπολίτευση) ότι το πρόβλημα της οικονομίας είναι πρόβλημα προσφοράς (!). Εάν βελτιώσουμε την προσφορά των προϊόντων και υπηρεσιών, θα μας τα αγοράσουν και θα λυθεί το πρόβλημα της ανάπτυξης και της ρευστότητας της ελληνικής οικονομίας. Αυτές είναι αντιλήψεις που βρίσκονται στον πυρήνα του πενταετούς προγράμματος (2010-2014) λιτότητας στην Ευρωπαϊκή Ενωση. Ετσι όμως η οικονομία αποδιαρθρώνεται και οι άνθρωποι χάνουν τις δεξιότητές τους. Οι νεότεροι και οι ικανότεροι οδεύουν στο εξωτερικό και η οικονομία παραμένει σε υφεσιακή σταθεροποίηση.
Είναι γεγονός ότι ρεαλιστικά αναμένουμε πως σε περίπτωση νίκης της αντιπολίτευσης αυτή δεν θα συνοδεύεται από αυτοδυναμία. Συνεπώς κανείς δεν θα εγκαλέσει άμεσα κανέναν για τη μη εφαρμογή του προγράμματος.
Οι συνέπειες όμως της ύπαρξης και εφαρμογής ενός παρόμοιου προγράμματος είναι δύο:
α) Λόγω αύξησης της αβεβαιότητας και του κινδύνου να αυξηθεί το κόστος του δημόσιου δανεισμού. Εάν έχουμε βγει από το πρόγραμμα (Μνημόνιο Γ’), να ξαναμπούμε ή θα ενταχθούμε στην Προληπτική Γραμμή Πιστώσεων υπό Συνθήκες. Εάν δεν έχουμε βγει, τότε απλώς θα «σιγουρέψουμε» τη θέση μας σε αυτό.
β) Το πρόγραμμα (το οποίο σημειωτέον είναι πολύ πιο φιλόδοξο, περίπου 8,3 δισ. ευρώ, από αυτό του 2012) θα πρέπει να κρίνεται και ως πολιτική κίνηση σε αυτό το χρονικό σημείο που εξαγγέλθηκε. Ποιος θα είναι ο ρόλος του στη διαδικασία ανακεφαλαιοποίησης των τραπεζών, στις διαπραγματεύσεις για την έξοδο από το Μνημόνιο Β’ και τέλος στη διαπραγμάτευση του χρέους; Ποια θα είναι η δυναμική που θα δημιουργήσει στο εκκρεμές θέμα της εκλογής της Προεδρίας;
Εναλλακτικά με τις προτάσεις της αντιπολίτευσης και με την κυβερνητική πολιτική, μια ρεαλιστική προοπτική οικονομικής πολιτικής μπορεί να στηριχθεί στα παρακάτω τέσσερα σημεία:

α) Συνέχιση της ομαλής σχέσης με τους πιστωτές.

β) Στόχευση για τη μείωση των υποχρεώσεων της ελληνικής οικονομικής δημιουργίας δημοσιονομικών πλεονασμάτων από 4,5% σε 2% και διεύρυνση των δυνατοτήτων ρευστότητας στην οικονομία (πιστωτικό σύστημα). Η μείωση αυτή στο (λογικό) 2% εκτιμάται ότι θα παράξει νέους πόρους της τάξης των 3,9 δισ. ευρώ κατ’ έτος. Ετσι θα μπορούσαν να χρηματοδοτηθούν ορισμένες επείγουσες ανάγκες ενός διασωστικού κοινωνικού προγράμματος.

γ) Εξειδικευμένες διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις που κύριο στόχο έχουν την αύξηση της μακροπρόθεσμης ανταγωνιστικής ικανότητας της ελληνικής οικονομίας (έρευνα, τεχνολογία, ιδίως πρωτοβάθμια και δευτεροβάθμια εκπαίδευση).

δ) Στοχευόμενη επανενεργοποίηση του οικοδομικού τομέα που αποτελεί την κυριότερη πηγή ανεργίας μέσω της σταδιακής μείωσης της υπερφορολόγησης.

Ο κ. Παναγιώτης Πετράκης είναι καθηγητής στο Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ