Η «Χίμαιρα» θα τη φέρει στην Ελλάδα. Αυτό το υπερήφανο σκαρί με το παράξενο, γοητευτικό όνομα θα την πάρει μακριά από την ασφυκτική Ρουέν, τη νορμανδική πόλη όπου μεγάλωσε με πατέρα απόντα και μητέρα εκδιδόμενη. Η «Χίμαιρα» είναι το άτι με αναβάτη τον συριανό ιππότη-καπετάνιο ο οποίος θα τη σώσει από τη μιζέρια και θα την κλείσει στην ηδονική αγκαλιά του, εκεί όπου θα ξεχάσει όλα τα τραύματα του παρελθόντος. Κάτω από το λαμπερό, αναζωογονητικό φως του Αιγαίου η Μαρίνα Μπαρέ δεν θα μετονομαστεί απλώς σε Μαρίνα Ρεΐζη αλλά θα βουτήξει με αδημονία σε καθετί ελληνικό.
Στο καινούργιο σπιτικό της, αυτό του συζύγου της στην Επισκοπή της Σύρου, θα πασχίσει να μάθει τη γλώσσα που ως τώρα γνώριζε μονάχα μέσα από τη μελέτη των αρχαίων τραγικών ποιητών. Θα αποκτήσει κοινωνική ζωή, θα ταξιδέψει. Θα γνωρίσει τον αδελφό του άνδρα της, τον Μηνά, ανερχόμενο νομικό, για τον οποίο θα αισθανθεί έντονη πνευματική –και όχι μόνο –έλξη. Θα εντρυφήσει στους στίχους του Παλαμά, του Καβάφη και του Σικελιανού. Και φυσικά θα απολαύσει στο έπακρο τις χαρές του έρωτα.
Εξι χρόνια μετά την άφιξή της στη Σύρο ο εγκλιματισμός της Μαρίνας μοιάζει να έχει στεφθεί από επιτυχία –και από τη γέννηση ενός παιδιού, της Αννούλας. Οι Μοίρες όμως έχουν άλλα σχέδια για τη νεαρή Γαλλίδα που πίστεψε πως μπορεί να ξεκόψει από τις ρίζες της και να αποκτήσει μιαν άλλη ταυτότητα, λουσμένη στον έρωτα και στην ποίηση. Με τον σύζυγο να οργώνει τις ασιατικές θάλασσες, η Μαρίνα θα αρχίσει την κάθοδό της στην κόλαση της μοναξιάς. Τίποτε δεν είναι πλέον το ίδιο… Το απολλώνιο φως γίνεται πλέον ανυπόφορο, αποχαυνωτικό. Το γερμανοκελτικό αίμα της βράζει επικίνδυνα. Ο Ευριπίδης και ο Σοφοκλής δεν της προσφέρουν την αλλοτινή αγαλλίαση. Η απέραντη ερωτική πλήξη της Μαντάμ Μποβαρί φαντάζει τώρα οικεία, ο Φλομπέρ στέκεται πιο κοντά στην τελματωμένη ψυχή της. Στο γαμήλιο κρεβάτι της χαράς βλέπει πια μονάχα εφιάλτες… Το κακό θα έρθει ζωώδες, αχαλίνωτο. Η καταπιεσμένη λαχτάρα για τον Μηνά θα αναδυθεί με ασυγκράτητη δύναμη και θα τα συντρίψει όλα στο πέρασμά της. Ακόμη και την κόρη της, που θα ξεψυχήσει ενώ στο διπλανό δωμάτιο η μάνα της παραδίδεται στον ίλιγγο του απαγορευμένου πάθους.
Δύσκολο εγχείρημα η μεταφορά της «Μεγάλης Χίμαιρας» στο θέατρο. Είναι τόσο πολλά, διεισδυτικά και σημαντικά, όσα αποδίδονται μέσω του αφηγητή –σκέψεις, συναισθήματα, φαντασιώσεις κ.τ.λ. –ώστε δύσκολα μπορούν να πάρουν διαλογική μορφή. Ο σκηνοθέτης φυσικά έχει άπειρα όπλα στη διάθεσή του, εκτός από τον λόγο, για να μεταδώσει εντάσεις και συγκρούσεις που διαδραματίζονται στον ψυχισμό των ηρώων. Στην παράσταση που παρακολουθήσαμε το μεγαλύτερο «βάρος» της δημιουργίας ατμόσφαιρας εναποτέθηκε στα χέρια του κινηματογραφιστή Χρήστου Δήμα: οι κινηματογραφημένες θάλασσες, όλες ασπρόμαυρες, βροχερές και μελαγχολικές, που προβάλλονται αδιάκοπα στην οθόνη του βάθους, προσπαθούν να μεταδώσουν την αίσθηση της παντοδύναμης Φύσης που καιροφυλακτεί, ενός δυσοίωνου τέλους που μπορεί να πλησιάζει ακόμη και όταν όλα μοιάζουν ρόδινα.
Τα υγρά, σκοτεινά πλάνα όμως έρχονται σε απόλυτη δυσαρμονία με την κυρίαρχη αισθητική της παράστασης, η οποία θυμίζει περισσότερο προχειροφτιαγμένο τηλεοπτικό σίριαλ, με τραγούδια και κοστούμια εποχής, σκηνικό μίζερο και συνάμα «χλιδάτο» («πλώρη» από πάνω –«συριανό αρχοντικό» από κάτω), ερμηνείες ως επί το πλείστον στερεοτυπικές. Ετσι, ο Νίκος Ψαράς είναι ο άντρας καπετάνιος που προτάσσει το θαλασσοδαρμένο στέρνο του ενώ μιλάει ξύλινα, η Σοφία Σεϊρλή είναι η αφυδατωμένη ελληνίδα μάνα που μιλάει πάντα στριγκά ή βλοσυρά υψώνοντας ενίοτε το δάχτυλο και ο Ομηρος Πουλάκης είναι ο διαρκώς κομψευόμενος ζεν πρεμιέ Αθηνών και Κυκλάδων, με την πρέπουσα κυματιστή κόμμωση. Σκηνές απείρου κάλλους εκτυλίσσονται μπροστά μας: ο πικραμένος καραβοκύρης, φορώντας λευκή ιδρωμένη φανέλα, ατενίζει το άπειρο που εκτείνεται απειλητικά μπροστά από την τιμονιέρα του, ενώ η γυναίκα του στη Σύρο (σε παράλληλο μοντάζ, στον κάτω όροφο) βλέπει προφητικά όνειρα –μια αποβάθρα, πολύ καπνό, τον Μηνά με πρόσωπο αχνό και τη μικρή φτερωτή Αννούλα («Μαμά, τι θα πει Χίμαιρα;») να αποχαιρετά σπαρακτικά τη μητέρα της. Λίγο αργότερα δύο μαυροντυμένες ηθοποιοί καλούνται να εκπροσωπήσουν αφελώς τον χαροκαμένο γυναικείο πληθυσμό της Σύρου που χάνει παλικάρια στα ναυάγια, ενώ ακούμε έναν αυτοσχεδιασμό στο μπουζούκι και στην οθόνη βλέπουμε κολπίσκο με πεύκα. Αυτά, σε συνδυασμό με την ψαλμωδία της κηδείας, συνθέτουν το «ελληνικό» στοιχείο της παράστασης.
Η διασκευή του Στρατή Πασχάλη δίνει μέγιστη έμφαση στα διαλογικά μέρη, τα οποία στέκουν άχαρα, προάγοντας μόνο την εξωτερική δράση. Η μείωση των διαλόγων και η προσθήκη περισσότερων μονολόγων θα συνεισέφεραν, νομίζω, σημαντικά στην πυκνότερη νοηματοδότηση του θεατρικού κειμένου, που, ως έχει, δίνει συχνά την εντύπωση ατυχούς μελοδράματος. Εντύπωση για την οποία είναι φυσικά υπεύθυνος και ο σκηνοθέτης: ο Δημήτρης Τάρλοου έστησε ένα κακό ρομάντζο εποχής, μια απλουστευμένη σκηνική μεταφορά του έργου, η οποία φλερτάρει αδιάκοπα με τη γελοιότητα, έτσι καθώς άθελά της παρωδεί ακόμη και τις πιο κρίσιμες στιγμές της δράσης.
Η Αλεξάνδρα Αϊδίνη αποδεικνύεται η μόνη συμπαθητική παρουσία επί σκηνής: βάζει τα δυνατά της και παλεύει με νύχια και με δόντια να δώσει υπόσταση στη Μαρίνα. Αν δεν τα καταφέρνει εντελώς, οφείλεται προφανώς σε μεγάλο βαθμό στην απουσία καθοδήγησης και όχι όρεξης ή δυνατοτήτων εκ μέρους της.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ