Η απόσυρση της πλειονότητας των πολιτών από την πολιτική και γενικότερα από τη δημόσια σφαίρα ποτέ δεν ήταν μεγαλύτερη. Η συμμετοχή και η επιρροή σε όσα γίνονται στη χώρα θεωρούνται πια «χαμένη υπόθεση», όχι όμως γιατί υπάρχει ένα ισχυρό σύστημα εξουσίας, αλλά ακριβώς επειδή το υπάρχον σύστημα εξουσίας αποδεικνύεται όλο και πιο ανίσχυρο.
Αυτή η παραδοξότητα έχει οδηγήσει έναν στους τρεις Ελληνες να θεωρεί ότι η αιτία της αφασίας μπορεί να είναι κάποιου είδους ψεκασμός. Ανεξάρτητα από την εικασία του ψεκασμού, ίσως η απάντηση να βρίσκεται (και) κάπου αλλού. Σε πρόσφατη έρευνα κοινής γνώμης ετέθη το ερώτημα «ποιος ελέγχει τη χώρα». Το 38% των ερωτωμένων απάντησε ότι η χώρα ελέγχεται από την Ευρωπαϊκή Ενωση, 3,8% ότι ελέγχεται από τον Πρωθυπουργό και μόνο 0,6% ότι ελέγχεται από το Υπουργικό Συμβούλιο! Με άλλα λόγια, ολόκληρη η κυβερνητική προπαγάνδα για υπουργικά καμώματα και πρωθυπουργικές εντολές πέφτει στο κενό. Και αυτό ασφαλώς ισχύει ανεξάρτητα από την κυβέρνηση και το πρόσωπο του Πρωθυπουργού. Η Ευρώπη απαξίωσε και αχρήστευσε τις τοπικές ελίτ εξουσίας αποκαλύπτοντας την αδυναμία τους να συμμετάσχουν ισότιμα στο ευρωπαϊκό πεδίο λήψης αποφάσεων.
Βεβαίως, η Ευρώπη δεν καταργεί την εθνική επιρροή, αλλά απαιτείται μια ιδιαίτερη πολιτική τέχνη που εν πολλοίς εξαφανίστηκε στον τόπο μας μετά την εποχή Σημίτη. Μετά το 2004 ξεχάσαμε ότι χωρίς συμμετοχή στα ευρωπαϊκά θέματα δεν έχεις επιρροή στα εθνικά ζητήματα. Κατ’ επέκταση, μια εθνική ελίτ ισχύος –πολιτική, οικονομική ή ιδεολογική –χωρίς ευρωπαϊκό λόγο, δράση και επιρροή χάνει τον σεβασμό, την αποδοχή και την προσοχή της κοινής γνώμης. Ως εκ τούτου, μια «επιθετική» πολιτική με περισσότερους βαθμούς ελευθερίας, γνώσης και πρωτοβουλίας είναι το στοίχημα ολόκληρου του συστήματος εξουσίας. Μόνο έτσι θα πειστούν οι πολίτες ότι η λειτουργία της Δημοκρατίας επηρεάζει την έκβαση των πραγμάτων σε ποσοστό πολύ μεγαλύτερο από το 3,8%.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ