Βρέθηκα στις αρχές του καλοκαιριού σε Πανεπιστήμιο χώρας-μέλους της Ευρωπαϊκής Ενωσης. Είχαν έλθει από την πρωτεύουσα τέσσερα μέλη της Υπηρεσίας Πιστοποίησης της ποιότητας στην Ανώτατη Εκπαίδευση, δύο καθηγητές της Τεχνολογικής Εκπαίδευσης (αρμόδιοι κυρίως για την «επιχειρησιακή έρευνα» και την «αριθμητική ανάλυση») και δύο Πανεπιστημίων (ειδικευμένοι πρωτίστως στη «θαλάσσια υδραυλική» και τη «βιοοργανική χημεία»). Σε οργανωμένη ανοιχτή συνάντηση εξιστορούσαν με τη συνέργεια υπολογιστή πώς η χώρα τους κατόρθωσε να συγκροτήσει «θύλακες αριστείας», με όχημα την «αξιολόγηση» και στη συνέχεια την «πιστοποίηση» των προγραμμάτων σπουδών. Οταν, προς το τέλος της εκδήλωσης, μου έδωσαν τον λόγο προσπάθησα να διευκρινίσω τι πράγματι υπήρξε και ιδίως τι αναμένεται να συμβεί στον ακαδημαϊκό τους ορίζοντα.
Αρχικά τους ρώτησα με όρους ακαδημαϊκής ευγένειας αν στην υπηρεσία που διευθύνουν μετέχουν έστω και τρεις που να πληρούν τον κατάλογο των «εθνικών προσόντων» τα οποία καλούνται να «πιστοποιήσουν»: τι ήταν το Πανεπιστήμιο στην ιστορική του διαδρομή, πώς λειτουργεί σήμερα και πώς μπορεί να βελτιωθεί. Γνώριζα, άλλωστε, από τη χώρα μου ότι ξεφύτρωσαν εκατοντάδες «evaluators» που σχεδόν δεν είχαν και δεν έχουν έως τώρα να καταθέσουν ούτε μία δημοσιευμένη γραμμή, άρθρου ή βιβλίου, για τον υπό «αξιολόγηση» θεσμό, αν και η τριτοβάθμια εκπαίδευση –δεκαετίες τώρα –αποτέλεσε διεθνώς αυτοτελές γνωστικό αντικείμενο, με συμβολή σειράς κοινωνικών επιστημών στην οικεία θεματοποίηση. Απάντηση στο πρώτο αυτό ερώτημα δεν έλαβα.
Στη συνέχεια τους παρακάλεσα να με διαβεβαιώσουν αν τα μέλη των «επιτροπών εμπειρογνωμόνων» («experts») που συγκροτούν είναι πριν απ’ όλους κάτοχοι του «εθνικού καταλόγου προσόντων», εφόσον αναλαμβάνουν να φέρουν σε πέρας την «πλήρη εξέταση» και την «τελική πιστοποίηση», με «επιτόπου επίσκεψη» και ενδεχόμενη πρόταση «χρόνου θεραπείας». Και εδώ απάντηση δεν έλαβα για την αναγκαία «διαπίστευσή» τους.
Προσπερνώντας τη διπλή αυτή σιωπή αναρωτήθηκα μήπως επαναπαύθηκαν στην ύπαρξη ενός «Πρότυπου σχήματος» για την «ακαδημαϊκή πιστοποίηση» των προγραμμάτων σπουδών. Μόνο που στις τριάντα σελίδες του, αν αρκεσθώ σε ένα αρχικό δείγμα, κανένας από τους ελεγκτές της «πιστοποίησης» δεν γνώριζε ποιος ήταν ο τρις παρατιθέμενος «Bloom». Δηλαδή, δεν μπορούσαν για παράδειγμα να αποφανθούν αν ήταν ο Harold Bloom, εισηγητής του «δυτικού κανόνα» της λογοτεχνίας και της αναγωγής της πνευματικής καλλιέργειας σε «ατομική απόλαυση» και «τελείωση εαυτού», ή κάποιος συνεπώνυμός του.
Για να ξεπεράσω την αμηχανία τους υπέδειξα τον Benjamin S. Bloom ως συντονιστή μιας ομάδας για την «ταξινομία των διδακτικών στόχων» («Τaxonomy of Educational Objectives») που φέρει το όνομά του, έστω και αν είχε περιορισθεί στον «γνωστικό τομέα» («Cognitive Domain») και αργότερα επεκτάθηκε (1964 και 1966) στον «συναισθηματικό» («Affective Domain») και τον «ψυχοκινητικό» («Psychomotor Domain»), με την πρωτοβουλία των D.R. Krathwohl και E.J. Simpson αντίστοιχα. Προχώρησα όμως και στην επόμενη ερώτηση. Δηλαδή, αν η «ταξινομία» αυτή συγκροτήθηκε για την τριτοβάθμια εκπαίδευση (προπτυχιακές, μεταπτυχιακές σπουδές, πρόγραμμα διδακτορικού και μετα-διδακτορικού) ή καταφανώς για ό,τι προηγείται από αυτήν. Κι εδώ απάντηση δεν έλαβα αν πρόκειται για συνειδητή ή όχι υποβάθμιση της τριτοβάθμιας σε δευτεροβάθμια εκπαίδευση, με μόνιμο εφαλτήριο τη «διά βίου μάθηση».
Το μόνο που προσέθεσαν ήταν να καταστήσουν υπεύθυνο για την υιοθέτηση της «ταξινομίας Bloom» συνάδελφό τους βιολόγο. Αν όντως έτσι συνέβησαν τα πράγματα, ίσως πρέπει να ληφθεί υπόψη ο εθισμός στο «σύστημα bloom», με το πλαγκτόν να περιβάλλεται από θολά νερά και βακτήρια, και κυρίως η ρητή αφόρμηση των εμπνευστών της «ταξινομίας» από το βιολογικό πεδίο. Πρόκειται για προμετωπίδα της Taxonomy: «ιδιαίτερα των ζώων και των φυτών σύμφωνα με τις φυσικές τους σχέσεις» και, στη συνέχεια, για εστίαση στην «κατάταξη της συμπεριφοράς» του «ατόμου». Ειδικότερα, μετά από τη «διδασκαλία μιας ενότητας» να ερευνάται αν τα «άτομα» σε «ποιον βαθμό» απέκτησαν την «επιθυμητή και αναμενόμενη συμπεριφορά» («behaviors»). Και για να μη γίνει κάποια «γκάφα» («bloomer»), τούτο αφορά μόνο τη «νοητική δραστηριότητα», μια και αφέθηκε για αργότερα η έρευνα της «συναισθηματικής» και της «ψυχοκινητικής». Τότε πώς στο «άτομο» περικόπτεται η ενιαία «συμπεριφορά» και δεν συνεξετάζεται μαζί με το πώς «σκέφτεται», το πώς αντίστοιχα «αισθάνεται» και πώς «ενεργεί», τουλάχιστον ως προς «διδακτικούς στόχους»; ‘Η ποια είναι τα «μαθησιακά αποτελέσματα», όποια σειρά κι αν ακολουθεί το «Εθνικό Πλαίσιο Προσόντων», με τις «ικανότητες» να προηγούνται των «δεξιοτήτων» και το αντίστροφο, όχι απλώς όταν ολοκληρωθεί ένα μάθημα, αλλά «ένα ολόκληρο πρόγραμμα σπουδών»; Τούτο συνιστά, κατά τη φρασεολογία του «Περιληπτικού οδηγού συγγραφής μαθησιακών αποτελεσμάτων», διαδικασία «βελτίωσης της διαφάνειας των προσόντων»; Προφανώς, θα χρειασθεί να επανέλθω.


Ο κ. Παναγιώτης Νούτσος είναι καθηγητής της Κοινωνικής και Πολιτικής Φιλοσοφίας στο Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ