Δεν υπάρχει παιδική ψυχή που να μην έχει συνδεθεί με ένα τουλάχιστον μουντιάλ.
Το χθεσινό αφήγημα του Αντώνη Καρακούση για το πρώτο μουντιάλ που παρακολούθησε στον Δομοκό το 1970, ήταν απλώς μια ακόμη απόδειξη.
Νομίζω πως σε όσους το διάβασαν ξύπνησε τις δικές τους μνήμες, από το πρώτο τους μουντιάλ. Ή από το μουντιάλ που συνδεδεμένο με κάποιο άλλο ξεχωριστό γεγονός της ζωής τους, έχει χαραχθεί βαθιά στο υποσυνείδητό τους.
Για μένα ήταν το μουντιάλ του 1974. Τον τελικό μεταξύ της Δυτικής Γερμανίας και της Ολλανδίας, μαζεύτηκε ολόκληρο το σόι, να το παρακολουθήσει στην μοναδική τηλεόραση που υπήρχε στο καφενείο ενός παραλιακού χωριού στην Λέσβο.
Θυμάμαι αμυδρά τις μονομαχίες του Κρόιφ με τον Μπέγκενμπάουερ. Αλλά θυμάμαι πολύ καθαρά τις κουβέντες των μεγάλων πριν αρχίσει το ματς και στο ημίχρονο. Και το παγερό κλίμα που υπήρχε στην μεγάλη παρέα, Ιούλιο μήνα…
Για την παρέα της Λέσβου, ήταν το μουντιάλ της Χούντας που κατέρρεε και της εισβολής στην Κύπρο που ερχόταν. Και τα δύο, οι μεγάλοι της παρέας τα έβλεπαν καθαρά να έρχονται και τα κουβέντιαζαν ο καθένας με την εκδοχή του, διανθισμένες όλες με απαισιόδοξες προβλέψεις.
Ήταν μια στενάχωρη ατμόσφαιρα, που σε αντίθεση με το πανηγυρικό κλίμα του τελικού, εξέπεμπε σε μας τους πιτσιρικάδες ένα αίσθημα ανεξήγητου πανικού.
Με το μικρό μας μυαλό και μεγαλωμένοι σε μια περιοχή που το ΚΚΕ σάρωνε, αλλά ο Λουντέμης απαγορευόταν και τον κρύβανε στις αποθήκες των μαγαζιών, καταλαβαίναμε ότι η πτώση της Χούντας θα δικαιολογούσε κανονικά, κεράσματα και ούζα ως το πρωί.
Αλλά το άλλο, με την εισβολή ακουγόταν πολύ κακό και έδειχνε ακόμη πιο κακό, με την υποχρεωτική συσκότιση που υπήρχε κάθε μέρα τον Ιούλιο στην Λέσβο, για την πιθανότητα αιφνιδίων βομβαρδισμών από τους Τούρκους.
Η Δυτική Γερμανία πήρε το Κύπελλο και την είδαμε να το γιορτάζει σε ένα γεμάτο καφενείο, με σβηστά τα φώτα και κατασκότεινους τους δρόμους.
Ο Γκέρτ Μύλλερ έδειχνε πιο φωτεινός στο σκοτάδι. Αλλά το καλοκαίρι εκείνο τελικώς κέρδισε το σκοτάδι. Δυο εβδομάδες μετά οι Τούρκοι μπήκαν στην Κύπρο.
Τέσσερις μέρες αργότερα, μάθαμε ότι γύρισε στην Ελλάδα ο Καραμανλής.
Τρεις μέρες μετά, ο πατέρας μας, μας αποχαιρέτισε ένα πρωί με το όπλο των ΤΕΑ στον ώμο για να επιστρέψει το Φθινόπωρο που έληξε η επιστράτευση.
Περάσαμε όλο το καλοκαίρι στο σκοτάδι, μιλώντας τα βράδια για τον Κρόιφ και τον Μπεγκενμπάουερ… Κι ακούγοντας την νύχτα τα τανκς να ανηφορίζουν από το λιμάνι… ​