Πέρασαν 20 χρόνια από τον θάνατο του Μάνου Χατζιδάκι. Από τη νέα γενιά κανένας δεν τον έχει γνωρίσει εν ζωή. Από την προηγούμενη των 45άρηδων, ελάχιστοι. Κι όμως, η μουσική του παραμένει ολοζώντανη. Και όχι μόνο χάρη στη δική μου γενιά. Το Ηρώδειο γεμίζει ασφυκτικά με όλες τις ηλικίες όταν παίζεται η μουσική του. Το ίδιο και το Μέγαρο. Για τα μπαράκια είναι η σίγουρη συνταγή, για να απολαύσει ο κόσμος και να σιγοτραγουδήσει μαζί με τα τραγούδια που εκτελούνται είτε ζωντανά είτε από CD. Ομως πιστεύω πως το μήνυμα του Μάνου δεν έχει περάσει στην κοινωνία με το εσωτερικό του νόημα. Αυτό που προτείνει το μεγαλύτερο μέρος της μουσικής του («Μελισσάνθη», «Μεγάλος ερωτικός», «Κύκλος του CNS» και τόσα άλλα) είναι μια βουτιά στις βαθύτερες πτυχές της ύπαρξής μας μια αλήθεια με άπειρες εκφράσεις, χαράς, θρήνου, στοχασμού, νοσταλγίας και χιούμορ. Αυτός λοιπόν που είχε το δώρο να αποκαλύπτει αυτή την ομορφιά, με τη μουσική του και τον ποιητικό του λόγο, μας προτείνει να έρθουμε πιο κοντά σ’ αυτά τα νοήματα. Να σταθούμε μπροστά σ’ αυτή τη διεισδυτική ευαισθησία και να μη μείνουμε απλώς στην έκφραση του γλεντιού και της ευεξίας που προκαλεί η αξεπέραστη μελωδική του φλέβα. Βέβαια, οι απόλυτα δραματικές συγκυρίες όπου οι όποιες αξίες της ζωής αυτής έχουν μετατοπισθεί κάτω από τον διογκωτικό φακό του χρήματος (για μια μερίδα της κοινωνίας μας, προς επιβίωση από τη φτώχεια και την εξαθλίωση, και για μια άλλη από την απίστευτη και αναίσχυντη απληστία) παραγκωνίζεται κάθε πρόταση για μια άλλη ποιότητα σκέψης και ζωής.
Ομως στις κρίσιμες εποχές η τέχνη είναι η μόνη στερεότητα που μπορεί να μας κρατήσει όρθιους, ψυχικά και ηθικά. Οσο για τη μουσική του Μάνου, αυτή επιμένει! Είν’ εδώ, δίπλα μας, να μας σκουντήξει, να μας ξανασυγκινήσει, να μας ταξιδέψει σε μέρη πιο άθικτα, πιο ασφαλή, και να αναρωτηθούμε: «Τι είναι αυτό που αντέχει τόσο στον χρόνο πέρα από τις μουσικολογικές διαπιστώσεις και τα αποφθέγματά της, ενάντια στις πρόσκαιρες διασκεδάσεις, με τα εκκωφαντικά μεγάφωνα, ή στις επιδόσεις των τυχάρπαστων καλλιτεχνών ή στην ατελείωτη γκρίνια και διαμάχη μεταξύ ευτελών ανθρώπων της πολιτικής με τζάμπα πάθος, χωρίς πειθώ και νόημα;». Είναι ακριβώς ο άφθαρτος κόσμος του άυλου, ας το πούμε πνευματικότητα και ομορφιά.
Εγώ αυτόν τον κόσμο του Μάνου Χατζιδάκι τον φέρω μέσα μου, πρώτον, διότι σαν μουσικός κατανοώ τη μουσική του κι έχω την τύχη να ερμηνεύω τα πιανιστικά του έργα και, δεύτερον, επειδή τον έχω πλησιάσει σαν άνθρωπο, γνώρισα το γλυκό αλλά και οξυδερκές ερευνητικό του βλέμμα, τη σοφία μαζί με την απόλυτη παιδικότητα και σκανδαλιά, την αγανάκτηση αλλά και την ανοχή. Τη διονυσιακή ζωντάνια της επιτυχίας αλλά και τη συμπόνια και τη συμπαράσταση στην αδυναμία των φίλων και την ανημποριά των συνανθρώπων. Εμείς οι φίλοι του διεκδικούμε ένα μικρό κομματάκι από την ελευθερία της σκέψης του, από τη γενναιοδωρία του και την αίσθηση δικαιοσύνης. Ο Χατζιδάκις ήταν στην τέχνη του όπως και στη ζωή του ένα τεράστιο καλειδοσκόπιο!
«Παίξε μου»…


«Ηταν ένα φθινοπωρινό απόγευμα. Γυρνούσα από το Ωδείο με τον όμορφο συμμαθητή μου τσελίστα Δημήτρη Φρέρη και περάσαμε από το σπίτι της μητέρας του στα Ιλίσια για σπιτικό παγωτό. Καθόμασταν στην κουζίνα όταν ήρθε η κυρία Φρέρη και μας λέει: «Είναι μέσα ο Χατζιδάκις». Εγώ τον είχα ακουστά από τη Σχολή Ραλλούς Μάνου, πήγαινα εκεί για χορό και ρυθμική, και είχα παρευρεθεί και στις πρόβες για το μπαλέτο «6 λαϊκές ζωγραφιές». «Μπορώ να μπω να τον δω;». «Βεβαίως, έλα». Πήγα δίπλα, Ενδιαφέρθηκε αμέσως. «Α, από το Ωδείο! Και τι παίζεις;». «Πιάνο. Είμαι μαθήτρια της Μαρίκας Παπαϊωάννου». «Τη γνωρίζω, είναι φίλη μου! Πόσο χρονών είσαι;». «Δεκατριών». «Τι μελετάς τώρα;». «Ενα κοντσέρτο Μότσαρτ». «Παίξε μου». Καθόταν ήρεμα στην άκρη τού όρθιου πιάνου όσο έπαιζα, ήμουν συγκεντρωμένη κι έπαιζα. Οταν τελείωσε το κοντσέρτο, με κοίταξε στα μάτια, και ήταν σαν να με ήξερε από πάντα. Εγώ κοκκίνισα από ντροπή και απ’ την αναπάντεχη οικειότητα! Μετά, στον δρόμο, πετούσα από ενθουσιασμό! Από τότε δεν πάψαμε ποτέ να βλεπόμαστε όσο ήμουν στην Ελλάδα, εκτός από τους τελευταίους μήνες της ζωής του, το ‘94, που μετά την Αμερική, με την αρρώστια, είχε κλειστεί πολύ».

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ