Η πολιτική ζωή της χώρας, από την αρχή ως πρόσφατα, ήταν διαρθρωμένη γύρω από μια κοινωνία βαθύτατα διχασμένη. Βενιζελικοί και βασιλόφρονες, εθνικόφρονες και κομμουνιστές, πράσινοι και γαλάζιοι εναλλάσσονταν στην εξουσία. Συσπειρωμένες γύρω από μία και μοναδική αλήθεια, δύο παρατάξεις ενσωμάτωναν μικρότερα θέματα και δευτερεύουσες διεκδικήσεις και μέσα από το πελατειακό δίκτυο της σταυροθηρίας έφταναν ως τον εκμαυλισμό του απλού ψηφοφόρου που εμπορευόταν την ψήφο του για να βελτιώσει την οικονομική του κατάσταση, να αποκτήσει μικρά και μεσαία προνόμια ή απλά την ανοχή όσων είχαν ως υποχρέωση την εφαρμογή του νόμου.
Εν τω μεταξύ η κοινωνία κοιλοπονούσε από τις ραγδαίες εξελίξεις που έφερναν η οικονομική πρόοδος και ο τεχνολογικός εκσυγχρονισμός. Ολο και περισσότερες νέες κοινωνικές ομάδες αναζητούσαν την αυτονομία τους και την εξέφραζαν με κομματικά εγχειρήματα, που είχαν συνήθως άτυχο τέλος.
Οταν ξέσπασε, περί το 2010, η οικονομική κρίση, όσοι μπορούσαν και ήθελαν να εκφράσουν την ιδιαιτερότητά τους έσπευσαν να επωφεληθούν. Πολλαπλασιάστηκε ο αριθμός των κομμάτων και νέου τύπου μορφώματα εμφανίστηκαν με απαιτήσεις στο εκλογικό προσκήνιο.
Το βασικό συμπέρασμα που μπορεί κανείς να βγάλει από την τελευταία αναμέτρηση είναι αυτό ακριβώς:
–Η συσπείρωση πολιτών σε μικρούς (κάτω από 3%) σχηματισμούς που διαιωνίζονται και που όλοι μαζί παίρνουν ένα πρωτοφανές ποσοστό της εκφρασμένης ψήφου και αποτελούν ένα ισότιμο κόμμα με το καθένα από τα δύο πρωτεύσαντα.
–Η ύπαρξη και αύξηση ενός ισχυρού ποσοστού αποχής, που είναι πια μια εσκεμμένη πολιτική συμπεριφορά.
–Ο περιορισμός των δύο πρώτων κομμάτων σε ποσοστό κάτω ή περί το 25%, που σημαίνει ότι κανείς από τους δύο δεν μπορεί να σχηματίσει κυβέρνηση χωρίς τη συνδρομή του άλλου. Ταυτόχρονα πρακτικές νόθευσης του λαϊκού φρονήματος, όπως το βραβείο 50 βουλευτών στο πρώτο κόμμα, δεν γίνονται πια ανεκτές.
Αν αυτοί οι συλλογισμοί είναι σωστοί, το λογικό συμπέρασμα είναι ότι δεν μπορεί να υπάρξει κυβέρνηση που θα εξασφαλίσει την απαραίτητη σταθερότητα χωρίς τη σύμπραξη των δύο μεγάλων κομμάτων.
Γνωρίζω εξίσου με οποιονδήποτε άλλον ότι η εγκατάλειψη του λαϊκισμού και του ριζοσπαστισμού που έφερε τον ΣΥΡΙΖΑ σ’ αυτή την περίοπτη και εκ των πραγμάτων υπεύθυνη θέση είναι εξαιρετικά δύσκολη. Το κόμμα αυτό είναι ένα μόρφωμα που οδηγήθηκε σε σημαντικά αποτελέσματα ακριβώς επειδή κατάφερε να συγκεντρώσει γύρω από έναν παλαιοκομμουνιστικό πυρήνα όλα τα απροσάρμοστα στοιχεία της κοινωνίας μας που δεν μπορούν να παραδεχθούν λογικές αιτίες για αυτό που τους συμβαίνει και ανέχονται ο ένας τον άλλον ακριβώς επειδή υπάρχουν σύγχυση, αμετροέπεια και ανευθυνότητα.
Η προσπάθεια διαμόρφωσης προτάσεων συγκυβέρνησης και κατάρτισης ενός κοινού προγράμματος, που θα στηρίζεται στην αποδοχή των νόμων λειτουργίας της παγκοσμιοποιημένης αγοράς και των κανόνων διαχείρισης που επιβάλλει η ύπαρξη της νομισματικής ζώνης και του ευρώ, είναι σήμερα εξαιρετικά δύσκολο να γίνει αποδεκτή σ’ αυτόν τον χώρο.
Οι πρόσφατες νικητήριες δηλώσεις του κ. Τσίπρα και των άλλων ηγετικών στελεχών του ΣΥΡΙΖΑ έδειξαν ότι οι άνθρωποι αυτοί δεν μπορούν να διαχειριστούν ούτε μια σχετικής σημασίας και αμφιλεγόμενη επιτυχία τους όπως αυτή των ευρωεκλογών. Χρειάζεται κάποιος τρίτος που θα τους εκτοπίσει από τη δεύτερη θέση του πολιτικού γίγνεσθαι.
Γι’ αυτό όμως θα επανέλθουμε.
Ο κ. Θεόδωρος Πάγκαλος είναι πρώην υπουργός.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ