Οσο κι αν γαντζώνεται από τη γη, η δύναμη των δούλων είναι μεγαλύτερη. Σαν σφαχτάρι τυλιγμένο με πέπλα τη σηκώνουν, την ακουμπάνε στον βωμό και της φράζουν το στόμα να μην μπορεί να καταραστεί τον οίκο των Ατρειδών, που τη στέλνει τόσο βάναυσα στο τέλος της. Ετσι, παρά τη θέλησή της, με το θλιμμένο βλέμμα της να σημαδεύει τους δημίους της, θυσιάζεται η Ιφιγένεια στον Αισχύλο.
Στον Ευριπίδη πάλι είναι διαφορετικά τα πράγματα. Η υπόσχεση ενός γάμου με τον ξακουστό Αχιλλέα την παρασύρει αρχικά στην Αυλίδα. Γεμάτη προσμονή καταφθάνει η ανυποψίαστη κοπέλα, αλλά προτού καλά-καλά αρχίσουν οι χαρμόσυνες ετοιμασίες ανακαλύπτει τη φοβερή αλήθεια. Φόβος και αγωνία την πλημμυρίζουν, παρακαλάει για τη ζωή της, στο τέλος όμως αποδέχεται ηρωικά τη σκοτεινή μοίρα της. Με το κεφάλι ψηλά οδεύει προς τον βωμό της, πρόθυμη να πεθάνει για χάρη του πατέρα και της πατρίδας της.
Είναι μεγάλη υπόθεση η θυσία μιας παρθένου στην αρχαιότητα. Δεν είναι απλώς ότι αυτή συνιστά την εύκολη, λιγότερο επώδυνη, επιλογή, άγουρη καθώς στέκεται σωματικά και ελεύθερη από σύζυγο ή παιδιά. Ο Ρενέ Ζιράρ πιστεύει πως μια τέτοια τελετουργική πράξη αποσκοπεί στην «ενίσχυση του κοινωνικού ιστού». Το εξιλαστήριο θύμα δίνει τη δυνατότητα στην ομάδα να εξασκήσει βία απαλλαγμένη από τον φόβο της εκδίκησης –και έτσι να εκτονώσει επικίνδυνες δυνάμεις. «Ολες οι εντάσεις –ο φθόνος των ηλικιωμένων, οι αγωνίες των νέων –απελευθερώνονται» συμπληρώνει ο Γουόλτερ Μπέρκερτ.
Ως «δώρα» που ανήκουν στην ευχέρεια του πατέρα να τα δωρίσει –και συνεπώς να τα θυσιάσει –βλέπει η Μίκε Μπαλ τις παρθένες κόρες σε μια ανδροκρατούμενη κοινωνία. Ενα δώρο που κάθεται σαν βόμβα στα χέρια του δωρητή και τον γεμίζει ανασφάλεια: «Πώς θα δοθεί το κορίτσι και σε ποιον; Πώς θα τελειώσει η επόμενη φάση της ζωής της;». Η θυσία μοιάζει με τον γάμο –και η Ιφιγένεια χύνει το αίμα της στον βωμό αντί για το νυφικό κρεβάτι -, εφόσον μόνο αυτές οι δύο τελετές μπορούν, σύμφωνα με τις αντιλήψεις της εποχής, να μετατρέψουν μια παρθένα σε γυναίκα, σημειώνει η Νάνσι Ραμπίνοβιτς. Ειρωνεία μεγάλη: όλα τα προσόντα που καθιστούν την Ιφιγένεια κατάλληλη για γάμο την καθιστούν εξίσου κατάλληλη και για θυσία.
Εχει σημασία το θύμα να συναινεί στη σφαγή του. Στον Ευριπίδη, αντίθετα από τον Αισχύλο, βλέπουμε την ολόψυχη συμμετοχή της ηρωίδας στον αφανισμό της. Η διαδικασία που την οδηγεί σε αυτή τη στάση αποδοχής απασχολεί φυσικά ένα ολόκληρο έργο. Είναι μια πολύπλοκη διεργασία που αφορά τόσο τη σχεδόν ερωτική προσκόλληση στον πατέρα όσο και τη λαχτάρα «απόδρασης από τη γυναικεία σιωπή» (Ραμπίνοβιτς) μέσα από μια πράξη αυταπάρνησης που θα δοξάσει τη νεαρή κοπέλα σε ολόκληρη την Ελλάδα. Ταυτόχρονα η πράξη αυτή, ως γνωστόν, θα «εγκαινιάσει» έναν φριχτό πόλεμο. Ο Ευριπίδης εξαρχής υπονομεύει τα κίνητρα πίσω από την τρωική εκστρατεία: όχι μόνο ο επικεφαλής της Αγαμέμνονας παρουσιάζεται ως διστακτικός αλλά και η αφορμή του πολέμου ως ασήμαντη ή γελοία –ένας διαγωνισμός «θεϊκής» ομορφιάς, μια άπιστη σύζυγος, μια βεντέτα.
Ποιες σκέψεις περνάνε από το μυαλό της Ιφιγένειας λίγες ώρες πριν από τον θάνατό της; Αυτή θα μπορούσε να είναι η «συνθήκη» που έθεσε ο Ζαν-Ρενέ Λεμουάν γράφοντας πρόσφατα τη δική του «Ιφιγένεια»: έναν μονόλογο κατά τη διάρκεια του οποίου η ηρωίδα «βλέπει» την εκτέλεσή της, αναπολεί τα παιδικά της χρόνια, όταν έτρεχε σαν ελαφίνα στα δάση του πύργου των Μυκηνών, ονειρεύεται τον γάμο της με τον Αχιλλέα, ομολογεί την ακατανίκητη έλξη της για τον Πάτροκλο, περιγράφει τους ομηρικούς καβγάδες Ηλέκτρας – Κλυταιμνήστρας, καλεί απελπισμένα τον πατέρα της να έλθει κοντά της, να την παρηγορήσει, αναρωτιέται τι θα μείνει από εκείνη μετά τον χαμό της: «Θα θυμούνται τις γρήγορες γάμπες μου; Τις φλέβες στον λαιμό μου; Τους αφύσικα μυώδεις ώμους μου;». Εικόνες, αναμνήσεις μιας σύντομης ζωής, «αμαρτίες τόσο μικρές που θα σ’ έκαναν να γελάσεις», παράπονα για όσα δεν πρόλαβε να γευθεί, τον έρωτα που δεν τον χάρηκε, καθώς και την επιθυμία της να κλείσει αυτός ο κύκλος αναμονής, να έρθει ο θάνατος, δικός της προσκεκλημένος.
Είναι ωραία όλα αυτά και το κείμενο καλογραμμένο μέσα στον χαμηλόφωνο λυρισμό του, δυστυχώς όμως αποδεικνύεται απολύτως προβλέψιμο και «λίγο» στο πλαίσιο ενός διαλόγου με τους μύθους και τους τραγικούς. Δεν υπάρχει τίποτα εδώ που να μην το γνωρίζουμε ή να μην το έχουμε υποθέσει ήδη (εκτός ίσως από το «ροζ» κεφάλαιο με τον Πάτροκλο), κανένας προβληματισμός που να μην έχει διατυπωθεί πολύ βαθύτερα στο παρελθόν, καμία νέα προσέγγιση που θα φωτίσει εκ νέου ή διαφορετικά την ηρωίδα. Η βασική εντύπωση που δημιουργείται αφορά την αγνότητα μιας έφηβης που αποδέχεται στωικά το τέλος μέσα από υπερβολικά ξεκάθαρες, κατανοητές και λογικές σκέψεις. Οι ελάχιστες ρωγμές που διαφαίνονται («μακάρι να μπορούσα να δώσω μορφή στην κραυγή μου»), η συναίσθηση της ματαιότητας της πράξης της («δεν ήταν παρά μια χίμαιρα») μένουν ανεκμετάλλευτες δραματουργικά, σαν συμπληρωματικές δηλώσεις ενός μυαλού που λειτουργεί με διαύγεια και λέει όσα πρέπει να πει για να ολοκληρώσει το κεφάλαιο «απολογισμός».
Η σκηνοθεσία εντείνει ακόμη περισσότερο αυτή την εντύπωση. Η Λένα Παπαληγούρα μπορεί να αποφεύγει τις εξάρσεις και τους συναισθηματισμούς επιλέγοντας τον δρόμο της λιτότητας, η τελευταία όμως δεν είναι απαραίτητα πανάκεια: όχι όταν τόσο η εκφορά του λόγου όσο και η κίνηση παραμένουν σε ένα βασικό κανάλι, αυτό της ήπιας εκφοράς, της ελάχιστης μετακίνησης, της νηνεμίας, χωρίς να εξερευνούν τις μεταπτώσεις, τις αλλοιώσεις, τις μεταβολές που συνεπάγονται τα συναισθηματικά σκοτάδια του ρόλου.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ