Γυρίζοντας πίσω το ρολόι του χρόνου διαπιστώνει κανείς ότι από το 2008 και εντεύθεν όλα τα μεγάλα ελληνικά γεγονότα ορίζονται από τον παράγοντα και τις συνέπειες της υπερχρέωσης.

Υπό το βάρος των συνεπειών διαχείρισης του υπέρογκου δημοσίου χρέους οδηγηθήκαμε σε πρόωρες εκλογές το Σεπτέμβριο του 2009.
Εξαιτίας της αβελτηρίας της νεοεκλεγείσης τότε κυβέρνησης Παπανδρέου βγήκαμε εκτός αγορών το χειμώνα της ίδιας χρονιάς και στο καταδυναστευτικό μνημόνιο τον Μάιο του 2010.
Ακολούθως τον Οκτώβριο του 2011 εξαιτίας της μη βιωσιμότητας του χρέους οδηγηθήκαμε στο μεσοπρόθεσμο πρόγραμμα και στο υψηλού κόστους PSI.
Υπό το βάρος εκείνων των αποφάσεων κατέρρευσε η κυβέρνηση Παπανδρέου και ανέλαβε τη διαχείριση της κρίσης ο κ. Λ. Παπαδήμος.
Την άνοιξη του 2012 και αφού ολοκληρώθηκε το PSI ο κ. Σαμαράς επεδίωξε εκλογές με σκοπό μια αμιγώς πολιτική κυβέρνηση να διαχειρισθεί τις δύσκολες αποφάσεις του μεσοπρόθεσμου προγράμματος και ιδιαιτέρως την τραπεζική αναδιάρθρωση.
Τα αποτελέσματα των εκλογών το Μάιο του 2012 δεν ήταν τα καλύτερα για τα κόμματα που θέλησαν να εκμεταλλευθούν εκείνες της πρόωρες εντυπώσεις διάσωσης της χώρας. Το βάρος των πολιτικών που είχαν εφαρμοσθεί το προηγούμενο διάστημα υπερτερούσε όποιων άλλων εντυπώσεων.
Χρειάσθηκαν δεύτερες εκλογές τον Ιούνιο του 2012 προκειμένου να συγκροτηθεί βιώσιμη κυβέρνηση συνεργασίας.
Έκτοτε έγιναν πολλά. Η χώρα εξισορρόπησε το δημοσιονομικό πρόβλημα, έλαβε πλήθος διαρθρωτικών μέτρων, κέρδισε τμήμα της χαμένης αξιοπιστίας, βγήκε στις αγορές, αλλά το πρόβλημα της υπερχρέωσης παραμένει εκκρεμές και κατά φαινόμενα συνεχίζει να ορίζει τα ελληνικά πράγματα.
Η νέα ρύθμιση του χρέους – το εύρος και οι όροι της – θα αποφασισθούν το προσεχές φθινόπωρο και θα κριθούν σε μεγάλο βαθμό από τους Έλληνες διαπραγματευτές, από τη στάση τους και τις πολιτικές που θα υιοθετήσουν και θα ακολουθήσουν.
Αλλά και πάλι η ρύθμιση του χρέους – το κούρεμα ας το ξεχάσουμε – όσο γενναία κι αν είναι, δεν θα απαλλάσσει την Ελλάδα από πολιτικές που θα αποτρέπουν τον εκτροχιασμό των ελλειμμάτων και την εκ νέου διόγκωση του χρέους.
Υπό αυτές τις συνθήκες, οι επερχόμενες διπλές εκλογές – αυτοδιοικητικές και ευρωπαϊκές – πολλά θα κρίνουν και το κυριότερο θα διαμορφώσουν το περιβάλλον διαπραγμάτευσης του χρέους.
Ως γνωστόν το δημόσιο χρέος παραμένει σε ύψη δυσθεώρητα, κοντά στα 320 δισ.ευρώ και είναι εύκολο να μας βυθίσει εκ νέου στην ανυποληψία αν για τον οποιονδήποτε λόγο οι πολιτικές ελέγχου των δημοσίων οικονομικών υπονομευθούν και η επανακτηθείσα αξιοπιστία χαθεί ξανά.
Με άλλα λόγια, ουδείς μπορεί να υποτιμήσει την παράμετρο του χρέους. Και όποιος το κάνει οφείλει να ξέρει ότι θα το βρει μπροστά του…